Σύμφωνα επιστημονική έρευνα μικρού βαθμού της Sequenom που ανακοινώθηκε στο Αμερικάνικο Συνέδριο Γυναικολόγων-Μαιευτήρων (ACOG) του 2016 αλλά και εσωτερικά στοιχεία της Safembryo, παρατηρείται μια συσχέτιση στις εγκυμονούσες που κάνουν αντιπηκτικές ενέσεις ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους και την επανάληψη της αιμοληψίας ή την αποτυχία έκδοσης αποτελέσματος.

Πιο συγκεκριμένα είναι γνωστό ότι η ηπαρίνη είναι αναστολέας της αντίδρασης PCR που χρησιμοποιείται για την ανάλυση του εμβρυικού DNA που κυκλοφορεί στο αίμα της εγκύου. Έτσι σε γυναίκες που κάνουν ενέσεις ηπαρίνης μπορεί η ανάλυση της αλληλουχίας να μην είναι καλή ποιοτικά και να χρειαστεί επανάληψη της αιμοληψίας. Για την αποφυγή ψευδώς θετικών ή αρνητικών αποτελεσμάτων οι εταιρείες που πραγματοποιούν τα cfDNA (ή ΝIPT) τεστ θα πρέπει εκτός από το ποσοστό του εμβρυικού DNA να ελέγχουν και το GC bias (σε γενικές γραμμές πρόκειται για μέτρηση της ποιότητας της αλληλουχίας) πριν εκδόσουν ένα αποτελέσμα.

Η Sequenom πέρα από τον υπολογισμό του ποσοστού του ελεύθερου εμβρυικού DNA στο αίμα της εγκύου, λαμβάνει υπόψιν το GC bias, τον αριθμό των reads (τμημάτων DNA που αλληλουχιθηκαν), την ποιότητα και το βάθος της αλληλούχισης πριν εκδόσει ένα αποτελέσμα. Έτσι ελαχιστοποιείται η πιθανότητα λάθους.

Στην Safembryo, με βάσει τα στοιχεία που έχουμε μέχρι στιγμής, συστήνουμε στις εγκυμονούσες που κάνουν ενέσεις ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους, να γίνεται η αιμοληψία σχεδόν 24 ώρες μετά την τελευταία ένεση.