Συχνές Ερωτήσεις

Τι είναι ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος; (Non-Invasive Prenatal Testing - NIPT ή ελεύθερο εμβρυϊκό DNA-cfDNA test)

Μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος είναι το τεστ στο οποίο με μια απλή αιμοληψία από τη μητέρα εξετάζουμε το γενετικό υλικό (DNA) του εμβρύου που κυκλοφορεί ελεύθερα (εκτός κυττάρων) στο αίμα της για τις πιο κοινές χρωμοσωμικές ανωμαλίες και σύνδρομα.

Πώς δουλεύει ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος;

Μία ποσότητα από το γενετικό μας υλικό (DNA) κυκλοφορεί στο αίμα μας ελεύθερη, δηλαδή βρίσκεται έξω από τα κύτταρά μας. Στην εγκυμοσύνη, μετά την 9η εβδομάδα ένα ποσοστό του ελεύθερου DNA στο αίμα της μητέρας, συνήθως γύρω στο 10%, προέρχεται από το έμβρυο. Στη βασική του αρχή, το cfDNA τεστ στηρίζεται στην ποσοτική μέτρηση του υλικού από συγκεκριμένες περιοχές (δείκτες) του εμβρυϊκού DNA. Εάν υπάρχει χρωμοσωμική ανωμαλία παρατηρείται περίσσεια ή έλλειμμα στα επίπεδα του δείκτη για το αντίστοιχο χρωμόσωμα.

Πότε πραγματοποιείται ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος;

Το μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ μπορεί να πραγματοποιηθεί από την 9η εβδομάδα της κύησης και έπειτα. Από αυτό το στάδιο της εγκυμοσύνης και μετά το ποσοστό του εμβρυϊκού DNA στη μητρική κυκλοφορία ξεπερνά σχεδόν πάντα το 4% και καθιστά την ανίχνευσή του ικανοποιητική από τους γενετικούς αναλυτές που χρησιμοποιούνται. Νωρίτερα από αυτή την εβδομάδα το ποσοστό του εμβρυϊκού DNA μπορεί να είναι πολύ μικρό και να οδηγήσει σε αποτυχία του τεστ ή λανθασμένη διάγνωση.

Γιατί να επιλέξω ένα μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ που ανιχνεύει περισσότερα σύνδρομα από το Down;

To σύνδρομο Down, αποτελεί μόλις το 50% όλων των χρωμοσωμικών ανωμαλιών που μπορεί να εμφανιστούν σε ένα έμβρυο.

Η Τρισωμια 18 (σύνδρομο Edwards) εμφανίζεται στο 13% των περιτπώσεων και η Τρισωμία 13 (σύνδρομο Patau) στο 5% των περιπτώσεων.

Πέρα από αυτές τις 3 πιο συχνές τρισωμίες, που αποτελούν μόνο το 68% όλων περιπτώσεων χρωμοσωμικών ανωμαλιών, το cfDNA τεστ μπορεί να ανιχνεύσει φυλετικες χρωμοσωμικές ανωμαλίες καθώς και πληθώρα άλλων χρωμοσωμικών ανωμαλιών και μικροελλειπτικών συνδρόμων που αφορούν το 10% και 18% των περιπτώσεων αντίστοιχα.

Οι φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες, με εξαίρεση το σύνδρομο Turner, σε γενικές γραμμές έχουν ήπια κλινική εικόνα και μπορεί να εμφανίσουν μαθησιακές δυσκολίες, ψυχολογικά προβλήματα, υπογονιμότητα κ.α. Η συχνότητά τους αυξάνεται με την ηλικία της μητέρας.

Η ανίχνευση των επιπλέον μικροελλειπτικών συνδρόμων είναι πολύ σημαντική γιατί αυτά συνήθως δεν έχουν υπερηχογραφικές ενδείξεις, δεν σχετίζονται με την ηλικία της μητέρας και δεν είναι κληρονομικά. Όμως μπορεί να είναι συχνότερα από τις Τρισωμίες 18 και 13 και η ανίχνευσή τους μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη διαχείριση της εγκυμοσύνης και στην έγκαιρη ιατρική παρέμβαση που θα μπορούσε να βελτιώσει αρκετά την υγεία και την ποιότητα ζωής των νοσούντων. Συνήθως έχουν βαριά κλινική εικόνα που σχετίζεται με προβλήματα αναπτυξιακά, κινητικά, καρδιακά κ.α.

Σε κάθε περίπτωση, συστήνεται η σωστή και πλήρης παροχή γενετικής συμβουλευτικής των ενδιαφερόμενων από έμπειρους επιστήμονες  του κέτρου μας για την επιλογή της κατάλληλης εξέτασης.

Πολύδυμες κυήσεις και ποιες οι ιδιαιτερότητές τους στον προγεννητικό έλεγχο;

Με τον όρο πολύδυμη κύηση περιγράφεται η κυοφορία δύο ή περισσοτέρων εμβρύων. Μπορεί να προκύψει όταν ένα γονιμοποιημένο ωάριο διαιρείται (ομοζυγωτικά) ή όταν διαφορετικά ωάρια γονιμοποιούνται από διαφορετικά σπερματοζωάρια (ετεροζυγωτικά).

Ο ρυθμός εμφάνισης πολύδυμων κυήσεων έχει αυξηθεί την τελευταία 20ετία καθώς όλο και περισσότερα ζευγάρια καταφεύγουν σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής για να τεκνοποιήσουν.

Στην Ελλάδα, γεννιούνται περίπου 4.000 παιδιά από εξωσωματική γονιμοποίηση. Από αυτά, το 26,5% είναι δίδυμα και το 2,9% είναι τρίδυμα. Μάλιστα από στοιχεία της Ελληνικής στατιστικής υπηρεσίας το 2006 καταγράφηκαν συνολικά περίπου 5000 πολύδυμες γεννήσεις, δηλαδή 4.6% επί του συνολικού αριθμού γεννήσεών. Ενώ στη δεκαετία του 1980 η συχνότητα εμφάνισης της δίδυμης κύησης ήταν 1/80 και της τρίδυμης 1/8.000 κυήσεις, τώρα οι δίδυμες είναι μέχρι και  1 στις 15!

Προγεννητικός έλεγχος δίδυμων κυήσεων

Οι πολύδυμες κυήσεις αποτελούν κυήσεις υψηλού κινδύνου καθώς παρατηρείται αυξημένος αριθμός μη φυσιολογικών εμβρύων σε σχέση με τις μονήρεις κυήσεις. Στις δίδυμες κυήσεις η ευαισθησία ανίχνευσης του συνδρόμου Down με το PAPP-A test (αυχενική διαφάνεια και βιοχημικοί δείκτες) αγγίζει το 93% με ψευδώς θετικά 5% (Kagan et alUltrasound Obstet Gynecol 2009).
Αν τα έμβρυα είναι διχοριακά υπολογίζεται ξεχωριστά η αυχενική διαφάνεια και δίνεται ξεχωριστό ρίσκο για τις κύριες τρισωμίες (Τ21,Τ18,Τ13). Αν τα έμβρυα είναι μονοχοριακά το ρίσκο προκύπτει από τη μέση τιμή των πιθανοτήτων των δύο εμβρύων.

Κατά τον προγεννητικό έλεγχο ο  κίνδυνος αποβολής μετά από επεμβατικό έλεγχο είναι μεγαλύτερος από τις μονήρεις κυήσεις (RoyalCollege of Obstetricians and Gynaecologists: Green-Top Guideline No. 8. 2010). ( 3.2% και 2.9% μετά από CVS ή αμνιοκέντηση αντίστοιχα).

Ο κίνδυνος να χαθεί το ένα από τα δύο έμβρυα είναι 9.3% μετά από αμνιοπαρακέντηση (Tabor Aet al., 2009 Ultrasound Obstet Gynecol). Μάλιστα οι γυναίκες που συνέλαβαν μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση είναι διστακτικές απέναντι στο CVS ή την αμνιοπαρακέντηση (Gil et al 2013, Fetal DiagnTher).

Γενικά συστήνεται  η ανίχνευση για ανευπλοειδίες, ο επεμβατικός έλεγχος και η επιλεκτική μείωση να πραγματοποιούνται στο 1ο τρίμηνο. Και αυτό γιατί σε κυήσεις με ανευπλοειδικό το ένα έμβρυο και επιθυμία για επιλεκτική μείωσή του, ο κίνδυνος αποβολής ή πολύ πρόωρου τοκετού αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας της κύησης κατά την μείωση.

Ανίχνευση ανωμαλιών με 100% ασφάλεια και αξιοπιστία!

Στις μέρες μας πλέον είναι δυνατόν να αναλυθεί το εμβρυικό DNA των εμβρύων που κυκλοφορεί στο αίμα της μητέρας και να ανιχνευτούν με αξιοπιστία οι κύριες χρωμοσωμικές ανωμαλίες αλλά και μια σειρά από μικροελλειπτικά σύνδρομα που δεν ανιχνεύονται πάντα με την βοήθεια του υπέρηχου.

Το MaterniT21 PLUS είναι το μόνο μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ στον κόσμο που ανιχνεύει 13 συνολικά σύνδρομα στις πολύδυμες  (δίδυμες και τρίδυμες) κυήσεις με την ίδια αξιοπιστία και εγκυρότητα όπως και στις μονήρεις.

  •             Down (τρισωμία 21),
  •             Edwards (τρισωμία 18),
  •             Patau (τρισωμία 13),
  •             DiGeorge,
  •             PraderWilli ή Angelman,
  •             Cri-du-Chat,
  •             1p36,
  •             Jacobsen,
  •             Wolf-Hirchorn,
  •             Langer-Gledion,
  •             Τρισωμία 22 και
  •             Τρισωμία 16
  •             καθώς και την ύπαρξη ή όχι του Υ χρωμοσώματος.

Το MaterniT21 PLUS μπορεί να διενεργηθεί σε εγκυμοσύνες που έχουν προέλθει από εξωσωματική γονιμοποίηση ακόμη και σε περιπτώσεις δωρεάς ωαρίου ή σπέρματος ή και μεταμόσχευσης μυελού των οστών.

Η κλινική του επίδοση δημοσιεύτηκε το 2014 από τους McCullough et al., (PLOS ONE) με τα ακόλουθα στοιχεία:

  • 3530 Δίδυμες κυήσεις
  • 1.3% ποσοστό αποτυχίας
  • 4.54  ημέρες για αποτέλεσμα

Πλέον έχουν διενεργηθεί πάνω από 30.000 MaterniT21 PLUS test σε πολύδυμες κυήσεις.

Τι πρέπει να γνωρίζω πριν την αιμοληψία για cfDNA τεστ;

Το δείγμα αίματος που θα πάρουμε από το χέρι σας θα χρησιμοποιηθεί για την απομόνωση και την ανάλυση του ελεύθερου εμβρυικού DNA που κυκλοφορεί στο αίμα σας. Επομένως ανεξάρτητα από την ώρα που θα πραγματοποιηθεί η αιμοληψία δεν υπάρχει λόγος να είστε νηστική.

Θα προτείναμε όμως να μην έχετε φάει κάτι τουλάχιστον μία ώρα πριν την αιμοληψία.

 

Η αιμοληψία μπορεί να πραγματοποιηθεί από την 9η εβδομάδα της κύησης και έπειτα  με μόνη προϋπόθεση το ποσοστό του εμβρυικού DNA και διάφοροι άλλοι ποιοτικοί δείκτες της ανάλυσης του ελεύθερου εμβρυικού DNA να είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα ώστε να θεωρείται αξιόπιστη η απάντηση και να γίνει η έκδοση του αποτελέσματος.

Πλέον έχουν καταγραφεί μερικοί κύριοι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν αυτές τις παραμέτρους.

Αυξημένο BMI και χαμηλό ποσοστό εμβρυικού DNA στο αίμα

Υπάρχει μια αρνητική συσχέτιση με το ποσοστού του εμβρυικού DNA στο αίμα της εγκυμονούσας και τον Δείκτη Μάζας σώματός της1 (ΔΜΣ ή στα αγγλικά BMI).  Σε εγκύους όπου το BMI (ύψος σε cm/ βάρος σε kg2) είναι πάνω από τα φυσιολογικά όρια, το ποσοστό του εμβρυικού DNA στο αίμα τους μπορεί να είναι πιο χαμηλό γιατί έχουν περισσότερη ποσότητα κυκλοφορούντος αίματος στο σώμα τους από τις γυναίκες που έχουν φυσιολογικό BMI.

Έτσι υπάρχει πιθανότητα αυτό το ποσοστό να είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα και να χρειαστεί επανάληψη της αιμοληψίας καθώς η εγκυμοσύνη προχωρά όπου και τα επίπεδα του εμβρυικού DNA μέσα στο αίμα θα έχουν αυξηθεί.

Το ποσοστό αποτυχίας μας σε εγκυμονούσες που ζυγίζουν πάνω από 90 κιλά είναι μόλις 2,4%. Παρόλα αυτά, εγκυμονούσες με αυξημένο BMI συστήνεται να μας συμβουλεύονται για τον ιδανικό χρόνο αιμοληψίας κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.

 

Ποιοτικοί παράμετροι ανάλυσης cfDNA και λήψη φαρμακευτικών σκευασμάτων.

Τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη του cfDNA από την Sequenom, έχουν παρατηρηθεί κάποια φαρμακευτικά σκευάσματα και περιπτώσεις ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα που λάμβαναν θεραπευτική αγωγή που επηρεάζουν αρνητικά την ανάλυση του cfDNA.

Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν στοιχεία από ανακοίνωση της Sequenom στο Αμερικάνικο Συνέδριο Μαιευτήρων Γυναικολόγων  το 20162 που καταγράφουν μια συσχέτιση κακής ποιότητας αλληλούχισης και επανάληψης της αιμοληψίας σε εγκυμονούσες που κάνουν αντιπηκτικές ενέσεις ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους.

 Η ηπαρίνη είναι γνωστός παράγοντας που επηρεάζει την PCR τεχνική που χρησιμοποιείται σε αυτές τις περιπτώσεις και γι’ αυτό εικάζεται ότι μπορεί να επηρεάζει ποιοτικά την ανάλυση του cfDNA.

Παράλληλα υπάρχουν εσωτερικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι σε εγκυμονούσες με αυτοάνοσα νοσήματα που ακολουθούν κατάλληλη θεραπευτική αγωγή μπορεί επίσης η ανάλυση του cfDNA να επηρεαστεί αρνητικά. Η λήψη των παραπάνω φαρμακευτικών σκευασμάτων δεν σημαίνει  ότι το cfDNA δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Απλά ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες επανάληψης της αιμοληψίας που μπορούν να αποφευχθούν αν ακολουθηθούν οι κατάλληλες οδηγίες πριν την αιμοληψία.

 

Στη Safembryo, συστήνουμε σε εγκυμονούσες που κάνουν αντιπηκτικές ενέσεις ηπαρίνης να αφήνουν όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα γίνεται από την τελευταία ένεση και την αιμοληψία και σε περίπτωση που λαμβάνουν κάποια άλλη θεραπευτική αγωγή πέρα από συμπληρώματα διατροφής, σίδηρο και φυλλικό οξύ, να μας συμβουλεύονται πριν την αιμοληψία.

 

1 Gerovassili A, Garner C, Nicolaides KH, Thein SL, Rees DC. Free fetal DNA in maternal circulation: a potential prognostic marker for chromosomal abnormalities? Prenatal diagnosis 2006, Dec 7;27(2):104-110

2 Wardrop J, Dharajiya N,Boomer T, McCullough R, Monroe T, Khanna A. Low molecular weight heparin and noninvasive prenatal testing ACOG 2016

Αντιπηκτικές ενέσεις ηπαρίνης και μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ (cfDNA τεστ ή NIPT)

Σύμφωνα επιστημονική έρευνα μικρού βαθμού της Sequenom που ανακοινώθηκε στο Αμερικάνικο Συνέδριο Γυναικολόγων-Μαιευτήρων (ACOG) του 2016 αλλά και εσωτερικά στοιχεία της Safembryo, παρατηρείται μια συσχέτιση στις εγκυμονούσες που κάνουν αντιπηκτικές ενέσεις ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους και την επανάληψη της αιμοληψίας ή την αποτυχία έκδοσης αποτελέσματος.

Πιο συγκεκριμένα είναι γνωστό ότι η ηπαρίνη είναι αναστολέας της αντίδρασης PCR που χρησιμοποιείται για την ανάλυση του εμβρυικού DNA που κυκλοφορεί στο αίμα της εγκύου. Έτσι σε γυναίκες που κάνουν ενέσεις ηπαρίνης μπορεί η ανάλυση της αλληλουχίας να μην είναι καλή ποιοτικά και να χρειαστεί επανάληψη της αιμοληψίας. Για την αποφυγή ψευδώς θετικών ή αρνητικών αποτελεσμάτων οι εταιρείες που πραγματοποιούν τα cfDNA (ή ΝIPT) τεστ θα πρέπει εκτός από το ποσοστό του εμβρυικού DNA να ελέγχουν και το GC bias (σε γενικές γραμμές πρόκειται για μέτρηση της ποιότητας της αλληλουχίας) πριν εκδόσουν ένα αποτελέσμα.

Η Sequenom πέρα από τον υπολογισμό του ποσοστού του ελεύθερου εμβρυικού DNA στο αίμα της εγκύου, λαμβάνει υπόψιν το GC bias, τον αριθμό των reads (τμημάτων DNA που αλληλουχιθηκαν), την ποιότητα και το βάθος της αλληλούχισης πριν εκδόσει ένα αποτελέσμα. Έτσι ελαχιστοποιείται η πιθανότητα λάθους.

Στην Safembryo, με βάσει τα στοιχεία που έχουμε μέχρι στιγμής, συστήνουμε στις εγκυμονούσες που κάνουν ενέσεις ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους, να γίνεται η αιμοληψία σχεδόν 24 ώρες μετά την τελευταία ένεση.

Σε ποιες γυναίκες συστήνεται ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος;

Με βάση τις σημερινές δυνατότητες και περιορισμούς του cfDNA τεστ, το συνιστούμε κυρίως σε γυναίκες «ενδιάμεσου» κινδύνου, όπου θέλουμε μεν κάτι ισχυρότερο από την αυχενική διαφάνεια αλλά δεν έχουμε τόσο ανησυχητικά ευρήματα ώστε να συστήσουμε αμνιοπαρακέντηση. Οριοθετώντας την έννοια του «ενδιάμεσου κινδύνου» μία πρόσφατη μελέτη από τη Δανία πρότεινε την εφαρμογή μη επεμβατικού ελέγχου στις γυναίκες εκείνες όπου η αυχενική διαφάνεια και οι ορμόνες 1ου τριμήνου δίνουν πιθανότητα μεταξύ 1:100 και 1:1000 (Petersen et al. 2014).  Το 2014, από την ομάδα ερευνητών του Καθηγητή Νικολαίδη στο King’s College του Λονδίνου προτάθηκε το cfDNA τεστ να πραγματοποιείται σε γυναίκες με ρίσκο από 1:100- 1:2500 (Gil et al., 2014). Το Αμερικάνικο Κολέγιο Γυναικολόγων και Μαιευτήρων (ACOG) επεκτείνει τη σύσταση για χρωμοσωμικό έλεγχο και σε άλλες περιπτώσεις «υψηλού κινδύνου» για χρωμοσωμικές ανωμαλίες, στις οποίες περιλαμβάνονται γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών, ή με θετικό ιατρικό ιστορικό. Μάλιστα  το 2013 ακολούθησαν παρόμοιες οδηγίες που ενισχύουν τη σημαντικότητα διενέργειας του cfDNA τεστ από:

  • την κοινότητα Εμβρυομητρικής Ιατρικής,
  • το σύλλογο Γυναικολόγων Μαιευτήρων Καναδά,
  • την Αμερικάνικη κοινότητα Συμβούλων Γενετικής,
  • το Αμερικάνικο Κολλέγιο Ιατρικής Γενετικής και Γενωμικής και
  • την Παγκόσμια κοινότητα Προγεννητικής Διάγνωσης (ISPD)

Τέλος, το cfDNA τεστ μπορεί να προσφέρεται και σε οποιαδήποτε εγκυμονούσα απλά επιθυμεί να το κάνει χωρίς να ανήκει σε κάποια από τις παραπάνω ομάδες.

Τι κόστος έχει ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος;

To cfDNA τεστ είναι μια νέα τεχνολογία, η οποία έγινε εμπορικά διαθέσιμη μετά από πολλά χρόνια εντατικής και ακριβής έρευνας, και τα πνευματικά της δικαιώματα ανήκουν σε έναν πολύ μικρό αριθμό εταιρειών, κυρίως στις ΗΠΑ. Για να μπορέσει να γίνει η ανάλυση  του εμβρυϊκού DNA μελετώνται εκατομμύρια διαφορετικές περιοχές σε  ολόκληρο το γονιδίωμα ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας κορυφαίας τεχνολογίας γενετικούς αναλυτές με τα μεγαλύτερης ευκρίνειας χημικά αντιδραστήρια, και μετά τα αποτελέσματα συγκεντρώνονται και υφίστανται επεξεργασία από πολύ ισχυρά υπολογιστικά συστήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα 4 χρόνια, σε παγκόσμια κλίμακα η ανάλυση όλων των δειγμάτων cfDNA τεστ γινόταν σε 5 μόλις διαφορετικά εργαστήρια τα οποία ακόμη και στις μέρες μας διαθέτουν την μεγαλύτερη τεχνογνωσία και εμπειρία ανάλυσης αποτελεσμάτων. Ως αποτέλεσμα το κόστος του cfDNA τεστ είναι ακόμη υψηλό. Ωστόσο, όσο η χρήση του cfDNA τεστ θα διευρύνεται, και η τεχνολογία εξελίσσεται, παρατηρείται συνεχής ελάττωση του κόστους του σε συνδυασμό με αύξηση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών που μπορεί να ανιχνεύσει.

Πως ξέρετε ότι το cfDNA τεστ που επιλέξατε είναι αυτό που σας προσφέρουν πραγματικά;
  • Δείτε την επωνυμία της εταιρείας στην αίτηση που συμπληρώνετε (requisition form)
  • Ζητήστε την επίσημη πρωτότυπη απάντηση της εταιρείας (στα Αγγλικά)
  • Απαιτήστε την απόδειξή σας για να είστε σίγουροι για την αξιοπιστία και και την εγκυρότητά της εξέτασης που κάνατε (είναι ο μόνος τρόπος να κατοχυρωθείτε για το αποτέλεσμα που παίρνετε).
Μην ξεχνάτε ότι πρόκειται για την υγεία του παιδιού σας και μια εξέταση που γίνεται μια φορά μόνο. Μην συμβιβαστείτε με τίποτε άλλο από το καλύτερο!

Τι μας ξεχωρίζει από τις άλλες εταιρείες που πραγματοποιούν μη επεμβατικά προγεννητικά cfDNA τεστ;

Η δύναμη της εμπειρίας να ξεχωρίζουμε  τι ακριβώς συμβαίνει με κάθε δείγμα!

Η ανάλυση του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA περιλαμβάνει τα ακόλουθα βασικά στάδια:

  1. Αιμοληψία και μεταφορά δείγματος
  2. Απομόνωση ελεύθερου εμβρυϊκού DNA
  3. Κατασκευή γονιδιωματικής βιβλιοθήκης
  4. Αλληλούχιση DNA, κατηγοριοποίηση και ποσοτικοποίηση του
  5. Αξιολόγηση αποτελέσματος

Ενώ τα περισσότερα στάδια της διαδικασίας της ανάλυσης του εμβρυϊκού DNA στην κυκλοφορία του αίματος αποτελούν τμήματα τεκμηριωμένων διαδικασιών και πρωτοκόλλων που σε πολλά σημεία τους έχουν αυτοματοποιηθεί (όπως τα στάδια 2, 3, 4) το στάδιο της αξιολόγησης του αποτελέσματος επηρεάζεται πάρα πολύ από τους επιστήμονες που επιβλέπουν την διαδικασία και την εμπειρία του εργαστηρίου που αποκτιέται με την ανάλυση πολλών δειγμάτων.

Επομένως,

  • Όταν βλέπουμε στην καθημερινή πρακτική το μεγαλείο της εμπειρίας της επιστημονικής ομάδας της Sequenom να ξεδιπλώνεται μπροστά μας δίνοντάς μας όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για να αξιολογήσουμε ένα δείγμα,
  • Όταν μπορούμε να καταλάβουμε αν η μικροέλλειψη προέρχεται από την μητέρα ή το έμβρυο,
  • Όταν μπορούμε να ανιχνεύσουμε τον μητρικό καρκίνο σε πρώιμο στάδιο,
  • Όταν μπορούμε να κατανοήσουμε από την αλληλούχιση αν το DNA της μητέρας έχει επηρεαστεί από κάποια αυτοάνοση ασθένεια ή θεραπευτική αγωγή και
  • Όταν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το τα ψευδώς θετικά δείγματα ή τα μωσαϊκά (σε ποσοστά από 30% και πάνω),

ΤΟΤΕ, ξέρουμε ότι συνεργαζόμαστε με την κορυφαία εταιρεία στον χώρο του μη επεμβατικού cfDNA τεστ και μπορούμε να προσφέρουμε γνώση και εξατομικευμένη συμβουλή στις γυναίκες που μας εμπιστεύονται!

Γι’ αυτό δεν είναι πλέον παράξενο το γεγονός να καταφεύγουν σε μας για γενετική συμβουλευτική εγκυμονούσες με θετικά αποτελέσματα από άλλα cfDNA τεστ που δεν βρήκαν την κατάλληλη υποστήριξη από τους παρόχους τους.

Έτσι έχουμε την κατάρτιση, την τεχνογνωσία και την εμπειρία να συνεχίσουμε να παρέχουμε ολοκληρωμένες υπηρεσίες σχετικά με το μη επεμβατικό προγεννητικό cfDNA τεστ!

Αντικαθιστούν τα cfDNA NIPTs τις παραδοσιακές βιοχημικές εξετάσεις προσυμπτωματικού ελέγχου (Papp-A test);

Και ναι και όχι. Οι επιδόσεις των cfDNA NIPT έχουν αξιολογηθεί πλέον από κλινικές μελέτες σε γυναίκες υψηλού κινδύνου για μια εγκυμοσύνη με χρωμοσωμικές ανωμαλίες αλλά και σε όλες τις γυναίκες, ανεξάρτητα από τον κίνδυνο πριν το τεστ.

Υπό το πρίσμα αυτού του γεγονότος, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η βιοχημική εξέταση δεν είναι πλέον δικαιολογημένη λόγω της χαμηλής θετικής προγνωστικής αξίας της (PPV). Δηλαδή έχει μια ευαισθησία για την ανίχνευση των Τρισωμιών 21, 18 και 13 της τάξεως του 70%  με 5% πιθανότητα το αποτέλεσμα να είναι ψευδώς θετικό. Η ευαυσθησία αυτή είναι πολύ μικρότερη για άλλες τρισωμίες.

Από την άλλη μεριά, το μη επεμβατικό προγεννητικό cfDNA τεστ έχει ευαισθησία 99,9%, 98,6% και 95,6% για τις Τρισωμίας 21, 18 και 13 αντίστοιχα με πιθανότητα ψευδούς θετικού 0,02%, 0,04% και 0,05% αντίστοιχα. Πρόκειται σαφώς για το καλύτερο ανιχνευτικό τεστ που υπάρχει στον προγεννητικό έλεγχο. Μάλιστα πλέον από τις κοινές τρισωμίες μπορεί να ανιχνεύσει τις φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες (ανωμαλίες που σχετίζονται με τα χρωμοσώματα Χ και Υ) με ποσοστό 96,2%  και 8 μικροελλειπτικά σύνδρομα (καταστάσεις όπου απουσιάζει μικρό τμήμα ενός χρωμοσώματος) με ποσοστό 94,4% (ή και 99,9% και 97,7% αντίστοιχα αν πρόκειται για το MaterniT Genome τεστ)

Ωστόσο, υπάρχουν περιορισμοί που εμποδίζουν τα cfDNA NIPT να αντικαταστήσουν τη βιοχημική εξέταση. Το κόστος των cfDNA NIPT είναι υψηλό και για να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστική εξέταση πρώτης γραμμής δεν είναι επί του παρόντος οικονομικά αποδοτικό. Επίσης, η δοκιμή μπορεί να αποτύχει να παράγει ένα αποτέλεσμα στο 1-5% εκείνων που δοκιμάστηκαν (ανάλογα με τον πάροχο), αυτό συχνά οφείλεται στην μικρή ποσότητα του εμβρυϊκού DΝΑ στο μητρικό αίμα.

Ανεξάρτητα από τους περιορισμούς του, το cfDNA NIPT είναι εδώ για να μείνει, και μάλιστα διάφορες έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη για την εφαρμογή του στην καθημερινή ρουτίνα και την αντικατάσταση του Papp-A test από αυτό.

Πόσο ακριβή είναι τα cfDNA NIPTs?

Αρκετές μεγάλες κλινικές μελέτες έχουν περιγραφεί με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Μια μετα-ανάλυση αναφέρει τις ακόλουθες διαγνωστικές ευαισθησίες/ειδικότητες: 99,0/99,92% (τρισωμία 21), 96,8/99,85% (τρισωμία 18), και 92,1/99,8% (τρισωμία 13). Αυτές οι υψηλές ειδικότητες είναι αξιοσημείωτες επειδή μεταφράζονται σε πολύ χαμηλά ψευδώς θετικά ποσοστά (0,08, 0,15 και 0,2%, αντίστοιχα). Αρκετά σημαντική όμως παράμετρος είναι και η θετική προγνωστική αξία (PPV) της δοκιμής.

Η θετική προγνωστική αξία είναι το ποσοστό των αληθώς θετικών αποτελεσμάτων διαιρεμένα με τον αριθμό όλων των θετικών αποτελεσμάτων, και απαντά στο ερώτημα: Ποια είναι η πιθανότητα σε ένα προσβεβλημένο έμβρυο να δοθεί ένα θετικό αποτέλεσμα; Να τονισθεί ότι η PPV σε κάθε δοκιμή εξαρτάται από την επικράτηση της κατάστασης στο εξεταζόμενο πληθυσμό. Για τις τρισωμίες, η συχνότητά τους αυξάνει μαζί με την ηλικία της μητέρας. Για παράδειγμα, ο κίνδυνος πριν από το τεστ για τις τρισωμίες 21, 18, και 13 σε μια 35χρονη με ένα έμβρυο σε ηλικία κύησης 10 εβδομάδων είναι 1:185, 1:470 και 1:1500, αντίστοιχα. Αυτά, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά απόδοσης που περιγράφηκαν παραπάνω, μεταφράζονται σε PPVs του 87, 58, και 24%, αντίστοιχα. Όπως ήταν αναμενόμενο, στην τρισωμία 13 που είναι λιγότερο διαδεδομένη στον πληθυσμό που ελέγχθηκε, το πιο πιθανό είναι ότι ένα θετικό αποτέλεσμα cfDNA NiPt θα είναι ψευδώς θετικό.

Συγκριτικά, η ευαισθησία του καλύτερου τεστ βιοχημικής διαλογής για την τρισωμία 21 είναι 93% με μία ειδικότητα 95%. Επομένως, ένα ρίσκο για την τρισωμία 21 1: 270, μεταφράζεται σε PPV μόνο 6%. Συμπερασματικά, τα cfDNA NIPTs υπερέχουν ξεκάθαρα από τις παραδοσιακές βιοχημικές εξετάσεις, όταν ανιχνεύουμε για εμβρυικές χρωμοσωμικές ανευπλοιειδίες.

Παρόλο όμως την εξαιρετική τους ευκρίνεια τα cfDNA NIPTs δεν παράγουν οριστικά αποτελέσματα. Έτσι, ακριβώς όπως με θετική δοκιμασία διαλογής με βιοχημικούς δείκτες, ένα θετικό αποτέλεσμα από cfDNA NIPT θα πρέπει να ακολουθείται από επεμβατικές διαγνωστικές μεθόδους.

Το Papp-A test και τι παραπάνω προσφέρει το cfDNA test;

Η μέτρηση της αυχενικής Διαφάνειας, σε συνδυασμό με το PAPP-A τεστ (ΠΑΠ-Α τεστ), θεωρείται βασική εξέταση για όλες τις κυήσεις, για την ανίχνευση των συνηθέστερων χρωμοσωμικών ανωμαλιών, όπως το σύνδρομο Down ή οι τρισωμίες 18 και 13, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο μητέρα και έμβρυο.

Η εξέταση διενεργείται από την 11η έως την 14η εβδομάδα της κύησης  όταν το έμβρυο έχει κεφαλοουριαίο μήκος (η απόσταση από το κεφάλι έως το ισχίο του) από 45mm έως 84mm.

Αυχενική διαφάνεια (nuchal translucency) είναι η υπερηχογραφική εμφάνιση υποδόριας συσσώρευσης υγρού πίσω από τον αυχένα του εμβρύου. Με τον έλεγχο της αυχενικής διαφάνειας (μέτρηση του υγρού στον αυχένα του εμβρύου) και του ρινικού οστού, εκτιμάται η πιθανότητα να πάσχει το έμβρυο από σύνδρομο Down ή τρισωμίες 18 και 13. Η εξέταση συμβάλλει, επίσης, στην αναγνώριση σπάνιων γενετικών συνδρόμων και συγγενών καρδιοπαθειών.

Με το PAPP-A τεστ, ελέγχουμε με μια απλή αιμοληψία από το χέρι της μητέρας δυο βιοχημικούς δείκτες, οι οποίοι παράγονται κατά την εγκυμοσύνη (τον πρώιμο πλακούντα):

  • την ελεύθερη β-χοριακή γοναδοτροπίνη (β-hCG) και
  • την συσχετιζόμενη με την κύηση άλφα πρωτεΐνη (PAPP-A).

Η εξέταση της αυχενικής διαφάνειας γίνεται πιο ευαίσθητη και μεγαλύτερης ακρίβειας όταν συνδυάζεται με το ΠΑΠ-Α τεστ ανιχνεύοντας το 86% των κυήσεων  με Σύνδρομο Down, με ψευδώς θετικά αποτελέσματα σε ποσοστό 5%  (Nicolaides, 2004).

Με την προσθήκη και άλλων υπερηχογραφικών δεικτών (απουσία/υποπλασία ρινικού οστού, Doppler στο φλεβώδη πόρο και στην τριγλώχινα βαλβίδα, εκτίμηση γωνίας άνω γνάθου και προσώπου) υποστηρίζεται ότι μπορούν να αναγνωρισθούν μέχρι και το 97% των κυήσεων με σύνδρομο Down (Falcon et al., 2006, Nicolaides, 2004).

H εκτίμηση του στατιστικού κινδύνου κυοφορίας εμβρύου με τρισωμία 21 ή τρισωμία 13/18 δίνεται από ειδικό λογισμικό πρόγραμμα του Fetal Medicine Foundation  με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών μετρήσεων και τα στοιχεία της ηλικίας της μητέρας και του εμβρύου.

Το όριο θετικότητας είναι το 1:300.  Φυσιολογικές τιμές των μεμονωμένων εργαστηριακών εξετάσεων δεν υφίστανται αλλά για την αξιολόγησή τους δίνονται οι τιμές των μετρήσεων και οι αντίστοιχες τιμές ΜοΜ (Multiple of Median- πολλαπλάσιο της διαμέσου).

  • Σε κυήσεις με τρισωμία 21 στις 12 εβδομάδες, η  συγκέντρωση στον ορό της μητέρας της ελεύθερης β-hCG είναι υψηλότερη (περίπου 2 MoM) από ότι σε φυσιολογικές κυήσεις, ενώ η PAPP-A είναι χαμηλότερη  (περίπου 0,5 ΜοΜ).
  • Σε κυήσεις μετρισωμίες 18 και 13 η συγκέντρωση των  β-hCG και PAPP-A είναι χαμηλότερη.
  • Στις φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες η συγκέντρωση της β-hCG είναι φυσιολογική και της PAPP-A χαμηλότερη.

Τι παραπάνω προσφέρει το cfDNA τεστ?

Το cfDNA τεστ είναι πλέον αποδεκτό ότι αποτελεί το καλύτερο ανιχνευτικό τεστ για την τρισωμία 21 με ευαισθησία 99.2% και ψευδώς θετικά αποτελέσματα 0.09% χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την μητέρα και το έμβρυο. (Gil et al., 2015). Μπορεί μάλιστα να χρησιμοποιηθεί και για την ανίχνευση επιπλέον χρωμοσωμικών ανωμαλιών με αξιόλογα ποσοστά ευαισθησίας.

Χρειάζεται η εξέταση της αυχενικής διαφάνειας;

Η αυχενική διαφάνεια είναι ένας μη ειδικός δείκτης, δηλαδή μπορεί να είναι αυξημένη σε πολλές καταστάσεις πέρα από το σύνδρομο Down, στο οποίο κυρίως στοχεύει ως τώρα το cfDNA τεστ. Επιπλέον, στην εξέταση της αυχενικής διαφάνειας όπως γίνεται σήμερα από τους γιατρούς που είναι πιστοποιημένοι για αυτήν, γίνεται ένας πρώτος έλεγχος και για ανωμαλίες των οργάνων του εμβρύου, οι οποίες πολλές φορές είναι πολύ συχνότερες από το σύνδρομο Down (π.χ. οι συγγενείς καρδιοπάθειες). Όλα αυτά τα παράπλευρα οφέλη της αυχενικής διαφάνειας δεν μπορούν να αντικατασταθούν από μεθόδους όπως το cfDNA τεστ.

Χρειάζεται το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου μετά από φυσιολογικό cfDNA τεστ;

Το cfDNA τεστ είναι μία εξαιρετικά ακριβής εξέταση για το σύνδρομο Down, και σε μικρότερο βαθμό για κάποιες άλλες συχνές ανωμαλίες. Αντίθετα, ο σκοπός του υπερηχογραφήματος β’ επιπέδου (αναλυτικό υπερηχογράφημα ή «μεγάλος υπέρηχος») είναι κυρίως η διάγνωση ανωμαλιών στα όργανα του εμβρύου, οι οποίες μάλιστα είναι πολύ πιο συχνές (περίπου 2%) από τα χρωμοσωμικά σύνδρομα. Επιπλέον, στο υπερηχογράφημα εξετάζουμε τα Doppler της μητέρας για την πρόβλεψη της προεκλαμψίας και μετρούμε το μήκος του τραχήλου για την πρόβλεψη του πρόωρου τοκετού. Το cfDNA τεστ, ως εξέταση που ελέγχει μόνο για κάποια χρωμοσωμικά σύνδρομα, δεν μπορεί να διαγνώσει καμία από τις καταστάσεις που ψάχνουμε στο υπερηχογράφημα, και επομένως σε καμία περίπτωση δεν καταργεί την ανάγκη για υπερηχογράφημα β’ επιπέδου.

Πότε πρέπει να κάνετε επεμβατικό τεστ (αμνιοπαρακέντηση - λήψη τροφοβλάστης);

Όταν έχουμε υπερηχογραφικά ευρήματα που δημιουργούν υπόνοια για ανωμαλία άλλη από το σύνδρομο Down πρέπει να κάνουμε επεμβατικό έλεγχο (CVS ή αμνιοπαρακέντηση). Και γενικότερα όμως, όταν έχουμε οποιοδήποτε αποτέλεσμα υψηλού κινδύνου, ακόμη και για σύνδρομο Down, πρέπει να κάνουμε επεμβατικό έλεγχο. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους:

  1. Με τα σημερινά δεδομένα, το cfDNA τεστ θεωρείται μία δοκιμασία μη διαγνωστική. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον δείξει παθολογικό αποτέλεσμα, αυτό πρέπει να επιβεβαιωθεί με CVS ή αμνιοπαρακέντηση. Στην ουσία κάνουμε cfDNA τεστ για το φυσιολογικό του αποτέλεσμα.
  2. Έχει βρεθεί ότι στην περίπτωση που έγινε αμνιοπαρακέντηση λόγω υψηλού κινδύνου για σύνδρομο Down, στο 1/3 των περιπτώσεων που τα χρωμοσώματα ήταν παθολογικά η ανωμαλία ήταν κάτι άλλο πέρα από το σύνδρομο Down, και επομένως κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις θα χάνονταν με τις σημερινές δυνατότητες του cfDNA τεστ.

Τι κάνουμε στην περίπτωση ενός θετικού αποτελέσματος από το cfDNA τεστ;

Σήμερα, με βάση τις δυνατότητες των τεστ που κυκλοφορούν στην αγορά και τις οδηγίες των επιστημονικών φορέων, μία έγκυος με παθολογικό αποτέλεσμα στο cfDNA τεστ πρέπει να παραπέμπεται για γενετική συμβουλή και συνιστάται επιβεβαίωση του αποτελέσματος με CVS ή αμνιοπαρακέντηση.

Ποιοι οι περιορισμοί του μη επεμβατικού προγεννητικού έλεγχου;
  1. Η δοκιμή αυτή προορίζεται κυρίως για την προγεννητική ανίχνευση των εμβρυϊκών τρισωμιών 21, 18 και 13 και των φυλετικών χρωμοσωμικών ανωμαλιών  από την 9η εβδομάδα κυήσεως και έπειτα, αλλά όχι νωρίτερα.
  2. Παρά το γεγονός ότι οι αναφερόμενες ευαισθησίες και ειδικότητες για τρισωμίες 21 και 18 είναι πολύ υψηλό (99% ή παραπάνω), η δοκιμή εξακολουθεί να είναι μια δοκιμασία διαλογής (screening). Όλα τα  παθολογικά αποτελέσματα του cfDNA τεστ θα πρέπει να επιβεβαιώνονται με επεμβατικές εξετάσεις (CVS ή αμνιοπαρακέντηση).
  3. Σε περίπου το 1% των κυήσεων θα χρειαστεί να γίνει επανάληψη της δειγματοληψίας, όταν δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια ποιοτικού ελέγχου. Έχει παρατηρηθεί ότι σε παχύσαρκες γυναίκες το ποσοστό αποτυχίας του cfDNA τεστ είναι μεγαλύτερο.
  4. Στις περιπτώσεις παθολογικού αποτελέσματος σε δίδυμη κύηση δεν υπάρχει η δυνατότητα να ξεχωρίσουμε σε ποιο από τα δύο (ή και στα 2 έμβρυα) υπάρχει η ανωμαλία. Η ακριβής διάγνωση  μπορεί να γίνει με επεμβατική εξέταση. Επιπλέον, οι φυλετικές  χρωμοσωμικές ανωμαλίες δεν μπορούν να ανιχνευτούν στις πολύδυμες κυήσεις.
  5. Το cfDNA τεστ δεν έχει σχεδιαστεί για τον εντοπισμό εμβρύων με μωσαϊκισμόυς (μείγμα από φυσιολογικά και μη κύτταρα που οδηγεί συνήθως σε πιο ήπιες εμφανίσεις των κλινικών εικόνων των ανωμαλιών) ή τριπλοειδίες (69 χρωμοσώματα αντί για 46). Η τελευταία μάλιστα είναι μια κατάσταση θανατηφόρα.

Είναι τέλειο το cfDNA τεστ;

Κανένα τεστ δεν είναι τέλειο!  Aν και τα αποτελέσματα του cfDNA τεστ είναι εξαιρετικά ακριβή, σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθούν ψευδώς παθολογικά και ψευδώς καθησυχαστικά αποτελέσματα. Ένα καθησυχαστικό αποτέλεσμα δεν εξασφαλίζει μία φυσιολογική εγκυμοσύνη. Θα πρέπει να συζητήσετε με το γιατρό σας τα αποτελέσματα αυτής του cfDNA τεστ, συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων και των περιορισμών του.

Τι είναι η Θετική προγνωστική αξία (PPV-positive predictive value);

 Η θετική προγνωστική αξία είναι το ποσοστό των αληθώς θετικών αποτελεσμάτων διαιρεμένα με τον αριθμό όλων των θετικών αποτελεσμάτων, και απαντά στο ερώτημα: Ποια είναι η πιθανότητα σε ένα προσβεβλημένο έμβρυο να δοθεί ένα θετικό αποτέλεσμα;

Να τονισθεί ότι η PPV σε κάθε δοκιμή εξαρτάται από την επικράτηση της κατάστασης στο εξεταζόμενο πληθυσμό. Για τις τρισωμίες, η συχνότητά τους αυξάνει μαζί με την ηλικία της μητέρας. Για παράδειγμα, ο κίνδυνος πριν από το τεστ για τις τρισωμίες 21, 18, και 13 σε μια 35χρονη με ένα έμβρυο σε ηλικία κύησης 10 εβδομάδων είναι 1:185, 1:470 και 1:1500, αντίστοιχα. Αυτά, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά απόδοσης που περιγράφηκαν παραπάνω, μεταφράζονται σε PPVs του 87%, 58%, και 24%, αντίστοιχα. Όπως ήταν αναμενόμενο, στην τρισωμία 13 που είναι λιγότερο διαδεδομένη στον πληθυσμό που ελέγχθηκε, το πιο πιθανό είναι ότι ένα θετικό αποτέλεσμα cfDNA NiPt θα είναι ψευδώς θετικό.

Συγκριτικά, η ευαισθησία του καλύτερου τεστ βιοχημικής διαλογής (Papp-A και β-hCG) για την τρισωμία 21 είναι 93% με μία ειδικότητα 95%. Επομένως, ένα ρίσκο για την τρισωμία 21 1: 270, μεταφράζεται σε PPV μόνο 6%. Συμπερασματικά, τα cfDNA NIPTs υπερέχουν ξεκάθαρα από τις παραδοσιακές βιοχημικές εξετάσεις, όταν ανιχνεύουμε για εμβρυικές χρωμοσωμικές ανευπλοιειδίες.

 Παρόλο όμως την εξαιρετική τους ευκρίνεια τα cfDNA NIPTs δεν παράγουν οριστικά αποτελέσματα. Έτσι, ακριβώς όπως με θετική δοκιμασία διαλογής με βιοχημικούς δείκτες, ένα θετικό αποτέλεσμα από cfDNA NIPT θα πρέπει να ακολουθείται από επεμβατικές διαγνωστικές μεθόδους. 

Τι μυστικά κρύβουν τα ποσοστά αποτυχίας ενός cfDNAτεστ;

Στο παγκόσμιο συνέδριο Εμβρυϊκής Ιατρικής του Καθηγητή Νικολαΐδη που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2016 στη Μαγιόρκα, η καταξιωμένη γενετίστρια  Dr. Francesca Grati, τόνισε την σπουδαιότητα επιλογής ενός cfDNA τεστ βάσει του ποσοστού αποτυχίας του κάθε τεστ.

Στη διάλεξή της η γενετίστρια είπε ότι  η επιλογή του κατάλληλου cfDNA τεστ θα πρέπει να γίνεται αφού ελέγχουμε τα ποσοστά αποτυχίας κάθε τεστ. Ένα τεστ με υψηλά ποσοστά αποτυχίας για τεχνικούς λόγους, υποδεικνύει αδυναμία της τεχνικής και μπορεί να μην ανιχνεύσει παθολογικές κυήσεις.

Μάλιστα, αυτή η δήλωσή της επιβεβαιώθηκε σε επόμενη ομιλία από Ιταλούς ερευνητές που χρησιμοποίησαν ένα cfDNA τεστ και είχαν ποσοστό αποτυχίας 3,9%.  Όταν ανέλυσαν τα ποσοστά αποτυχίας που ήταν λόγω περιορισμού της τεχνολογίας που χρησιμοποιήθηκε αποκαλύφθηκε ότι το 40% των δειγμάτων που είχαν αποτύχει ήταν δείγματα με χρωμοσωμικές ανωμαλιες!
Μερικές από τις διαφάνειες τους παρουσιάζονται παρακάτω:

1

2

4
Στην περίπτωση των cfDNA τεστ που προσφέρονται από την Safembryo σε αποκλειστική συνεργασία με την Sequenom laboratories, θα θέλαμε να δηλώσουμε υπεύθυνα ότι το παγκόσμιο ποσοστό αποτυχίας όλων των τεστ μας είναι ~1,5% εκ των οποίων για τεχνικούς λόγους έχουν αποτύχει κάτω από το 0.8%.

Στην Ελλάδα, από το 2014 που λειτουργεί η Safembryo έχουμε ελάχιστες περιπτώσεις αποτυχίας έκδοσης αποτελέσματος  που αγγίζουν μόλις το 0.25%.

Πώς γνωρίζετε ότι το δείγμα αίματος για cfDNA τεστ παραμένει αναλλοίωτο κατά την μεταφορά του;
Η ανάπτυξη του μη επεμβατικού προγεννητικού  cfDNA τεστ το 2011  άνοιξε νέες προοπτικές στην ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών από το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης με μια απλή αιμοληψία και τελείως ακίνδυνα!
Τα πρώτα 4 χρόνια υπήρχαν μόνο 5 εταιρείες που πραγματοποιούσαν αυτή την εξέταση παγκοσμίως. Τους τελευταίους 12 μήνες όμως άρχισαν να αναπτύσσονται κι άλλες εταιρείες που αντιγράφουν την τεχνολογία των πρώτων χωρίς όμως να ικανοποιούν πολύ βασικά κριτήρια για την ασφαλή ανάλυση των δειγμάτων. Από τα πιο σημαντικά και αρχικά στοιχεία της ανάλυσης ενός cfDNA τεστ είναι η σωστή αιμοληψία και μεταφορά των δειγμάτων.
Ήδη από το 2003 οι Angert και συνεργάτες, είχαν δείξει ότι αν η αιμοληψία γίνει σε σωληνάριο αιμοληψίας με αντιπηκτικό K3EDTA (μωβ πώμα), τότε η ανάλυση του δείγματος πρέπει να γίνει ιδανικά μέχρι και 6 ώρες μετά την αιμοληψία. Σε αντίθετη περίπτωση τα κύτταρα του αίματος της μητέρας καταστρέφονται με το πέρασμα του χρόνου και απελευθερώνουν επιπλέον ελεύθερο DNA παρεμβαίνοντας στην ανάλυση και του εμβρυϊκού ελεύθερου DNA στο αίμα. Τη συγκεκριμένη έρευνα επιβεβαίωσα και εγώ η ίδια κατά την διάρκεια του διδακτορικού μου στο King’s College του Λονδίνου.
Μάλιστα το 2011, οι Barrett και συνεργάτες ενίσχυσαν αυτά τα ευρήματα και πρόσθεσαν ότι η διατήρηση των δειγμάτων στους 4 βαθμούς Κελσίου δεν προσδίδει τίποτα παραπάνω από την διατήρηση σε θερμοκρασία δωματίου. Επιπλέον κατέληξαν ότι η καλύτερη διατήρηση του δείγματος είναι σε ειδικά σωληνάρια με σταθεροποιητικούς παράγοντες.
Τελικά, το 2013 οι Norton και συνεργάτες επιβεβαίωσαν ότι το ελεύθερο εμβρυικό DNA διατηρείται τελείως αναλλοίωτο για 7 ημέρες μέσα στα σωληνάρια με ειδικό σταθεροποιητικό υλικό του οποίου κατοχύρωσε την παγκόσμια πατέντα η εταιρεία Streck.  Έτσι άνοιξε ο δρόμος της μεταφοράς των δειγμάτων στην Αμερική για την ανάλυσή τους που διαρκεί συνήθως 2 ημέρες από τη χώρα μας. Πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των cfDNA τεστ παγκοσμίως πραγματοποιείται σε Streck σωληνάρια και έχει επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία τους.

Επομένως, όταν πραγματοποιείτε ένα cfDNA τεστ, καλό είναι να επαληθεύετε ότι η αιμοληψία γίνεται σε σωληνάρια με ειδικό σταθεροποιητικό υλικό της εταιρείας Streck και τότε να είστε σίγουροι ότι το δείγμα σας θα παραμείνει αναλλοίωτο  για 7 ημέρες. Άλλες επιλογές θα πρέπει να αποφεύγονται καθώς το δείγμα δεν διατηρείται ούτε για 24 ώρες και είναι ημίμετρα για να μειωθεί το κόστος της εξέτασης (τα σωληνάρια Streck κοστίζουν 100 φορές ακριβότερα από τα απλά σωληνάρια).

 Αναφορές
Angert RM, LeShane ES, Lo YM, Chan LY, Delli-Bovi LC, et al. Fetal cell-free plasma DNA concentrations in maternal blood are stable 24 hrs after collection: analysis of first- and third-trimester samples. Clin Chem. 2003;49:195–198.

Barrett AN, Zimmermann BG, Darrell Wang D, Holloway A, Chitty AS.  Implementing Prenatal Diagnosis Based on Cell-Free Fetal DNA: Accurate Identification of Factors Affecting Fetal DNA Yield, PLoS One. 2011; 6(10): e25202.

 Norton SE, Lechner JM, Williams T, Fernando MR. A stabilizing reagent prevents cell-free DNA contamination by cellular DNA in plasma during blood sample storage and shipping as determined by digital PCR.Clin Biochem. 2013 Oct;46(15):1561-5. doi: 10.1016/j.clinbiochem.2013.06.002. Epub 2013 Jun 13.

Τι είναι το ελεύθερο εμβρυϊκό DNA;

Έχει παρατηρηθεί ότι σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει μία μικρή ποσότητα γενετικού υλικού (DNA) που βρίσκεται έξω από τα κύτταρα και κυκλοφορεί στο αίμα. Αυτό το γενετικό υλικό ονομάζεται ελεύθερο DNA.  Το 1997 ο Dennis Lo και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν την παρουσία ελεύθερου DNA εμβρυϊκής καταγωγής στην κυκλοφορία του αίματος εγκύων γυναικών. Έκτοτε ακολούθησαν πολλές έρευνες στο χώρο αυτό που βοήθησαν στην καλύτερη αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA.

Ποια τα χαρακτηριστικά του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA;
  • Η εγκυμονούσα και το έμβρυο από πολύ νωρίς στην κύηση επικοινωνούν μέσω του ομφάλιου λώρου και ανταλλάσουν υλικό. Το ελεύθερο εμβρυϊκό DNA προέρχεται από κύτταρα του πλακούντα του εμβρύου, περνά στο αίμα της μητέρας και μπορεί να ανιχνευτεί σε μικρά επίπεδα από την 5η εβδομάδα της κύησης.
  • Σε αρχικές έρευνες είχε παρατηρηθεί ότι το ποσοστό εμφάνισης του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA στην κυκλοφορία της μητέρας ήταν περίπου 3% στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και αυξανόταν καθώς η εγκυμοσύνη προχωρούσε στο 6% στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Τελευταίες έρευνες όμως έχουν δείξει ότι αυτό το ποσοστό κυμαίνεται από 10-20% και ξεπερνά το 4% σε όλες σχεδόν τις έγκυες από την 9η εβδομάδα της κύησης και έπειτα, πράγμα που καθιστά και την ανίχνευσή του ευκολότερη.
  • Το ελεύθερο εμβρυϊκό DNA βρίσκεται σε θραύσματα (κομμάτια) μεγέθους περίπου 150 ζευγών βάσεων ενώ το ελεύθερο μητρικό DNA απαντάται σε θραύσματα τουλάχιστον 250 ζευγών βάσεων. Παρόλο που είναι θρυμματισμένο, έχει βρεθεί ότι το γενετικό υλικό του εμβρύου αντιπροσωπεύεται εξ ολοκλήρου στην μητρική κυκλοφορία, γεγονός που βοηθά στην ανάλυση οποιουδήποτε σημείου του DNA.
  • Επιπλέον, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA είναι ότι έχει πολύ μικρή διάρκεια ζωής. Πιο συγκεκριμένα, πολύ σύντομα μετά τον τοκετό και μέσα σε μία ημέρα το μέγιστο, έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος ελεύθερου εμβρυϊκού DNA από την κυκλοφορία της μητέρας. Έτσι το εμβρυϊκό DNA που ανιχνεύεται κατά την διάρκεια μιας κύησης είναι αποκλειστικά προέλευσης της συγκεκριμένης κύησης και δεν μπορεί να έχει προέλθει από τυχόν προηγούμενες κυήσεις ή να παραμείνει και σε τυχόν επόμενες κυήσεις. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τυχόν παρεμβολή ελεύθερου εμβρυϊκού DNA από άλλη κύηση στις πολύτοκες γυναίκες.

Πώς υπολογίζεται το ποσοστό του εμβρυϊκού DNA στην κυκλοφορία του αίματος της εγκυμονούσας;

Το ελεύθερο εμβρυϊκό DNA προέρχεται κυρίως από κύτταρα του πλακούντα που «πεθαίνουν» και απελευθερώνουν το γενετικό υλικό στην κυκλοφορία του αίματος της εγκύου. Στην 10η εβδομάδα της κύησης θεωρείται ότι οι περισσότερες εγκυμονούσες έχουν περίπου 10% ελεύθερο εμβρυικό DNA στο αίμα τους, το οποίο αυξάνεται όσο η κύηση προχωρά.

Οι μοριακές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση του εμβρυϊκού DNA στο αίμα της εγκύου είναι αξιόπιστες όταν το εμβρυικό DNA είναι πάνω από 4% ενώ για κάποια μη επεμβατικά cfDNA τεστ απαιτείται παραπάνω για να είναι αξιόπιστα τα αποτελέσματά τους (Wright et al, 2015).
Επομένως, ο καθορισμός του ποσοστού του εμβρυϊκού DNA στο αίμα της εγκύου είναι μια σημαντική επιμέρους εξέταση κατά την διάρκεια της ανάλυσης του cfDNA τεστ. Μέχρι στιγμής τα περισσότερα cfDNA τεστ υπολογίζουν το ποσοστό του εμβρυϊκού DNA χρησιμοποιώντας:
1.       πολυμορφισμούς που προέρχονται από τον πατέρα
2.       το ποσοστό των μη φυσιολογικών χρωμοσωμάτων που προέρχονται από το έμβρυο
3.       δείκτες στο Υ χρωμόσωμα (εφόσον το έμβρυο είναι αγόρι)

Η Sequenom ανέπτυξε μια καινούρια μέθοδο για τον υπολογισμό του εμβρυϊκού DNA στο αίμα της εγκύου στηριζόμενη στα ακόλουθα χαρακτηριστικά που η ίδια εταιρεία ανακάλυψε με την πολύχρονη εμπειρία της στον χώρο:
1.       Η συμπεριφορά αλληλούχισης του εμβρυϊκού και του μητρικού cfDNA διαφέρει λίγο.
2.       Το μέγεθος των τμημάτων του εμβρυϊκού DNA είναι ~150bp (όσο η περιέλιξη γύρω από κάθε νουκλεόσωμα μαζί με 20bp συνδετήριο DNA).
3.       To DNA στον πλακούντα είναι υπομεθυλιωμένο.
4.       Συγκεκριμένες περιοχές του εμβρυϊκού DNA εμφανίζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από άλλες σε αντίθεση με την μέχρι τώρα πεποίθηση ότι όλες οι περιοχές του εμβρυϊκού DNΑ εκπροσωπούνται εξίσου.

Η νέα μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί εξίσου καλά σε θηλυκά και αρσενικά έμβρυα και δεν απαιτεί την χρήση δείγματος του πατέρα.

Η κλινική σημασία της εφαρμογής αυτής της νέας μεθόδου είναι:
1.    Φυσιολογικά δείγματα με πολύ μεγάλο ποσοστό εμβρυϊκού DNA αλλά ελαφρά ανεβασμένο το zscore* (που πιθανώς να οδηγούσε σε ψευδώς θετικά αποτελέσματα) μπορούν πλέον να κατηγοριοποιηθούν σωστά.
2.   Σε δείγματα με χαμηλό ποσοστό εμβρυϊκού DNA μπορεί να γίνει ξανά αλληλούχιση και αποδικωποίηση του γενετικού υλικού αλλά σε μεγαλύτερο βάθος ανάλυσης.

Η νέα μέθοδος υπολογισμού της Sequenom δημοσιεύθηκε από τους Kim et al το 2015 στο επιστημονικό περιοδικό Prenatal Diasgnosis και είναι πλέον σε εφαρμογή στην ανάλυση όλων των δειγμάτων της.
*Το zscore αντιπροσωπεύει πόσο διαφέρει το ποσοστό των αλληλουχιών ενός συγκεκριμένου χρωμοσώματος πχ.21 στο εξεταζόμενο δείγμα από τα μέσα επίπεδα σε ένα δείγμα αναφοράς.
1.       Kim SK, Hannum G, Geis J, Tynan J, Hogg G, Zhao C, Jensen TJ, Mazloom AR, Oeth P, Ehrich M, van den Boom D, Deciu C. Determination of fetal DNA fraction from the plasma of pregnant women using sequence read counts. Prenat Diagn. 2015 Aug;35(8):810-5. doi: 10.1002/pd.4615. Epub 2015 Jun 3.
2.       Wright D, Wright A, Nicolaides KH. A unified approach to risk assessment for fetal aneuploidies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Jan;45(1):48-54. doi: 10.1002/uog.14694. Epub 2014 Dec 1.

Ποια είναι η Sequenom; Γιατί τα μη επεμβατικά τεστ της είναι ανώτερα από άλλα αντίστοιχα;

Η Sequenom είναι μία εταιρεία βιοτεχνολογίας που ιδρύθηκε από επιστήμονες με κύριο στόχο να παρέχει τις πιο εξελιγμένες γενετικές εξετάσεις για την προαγωγή της υγείας και της φροντίδας των γυναικών.

Ένας από τους κύριους συντελεστές του επιστημονικού της Team είναι ο prof. Dennis Lo του οποίου η ομάδα ανακάλυψε το ελεύθερο εμβρυικό DNA στην κυκλοφορία του αίματος των γυναικών.  Ήδη από το 2004η Sequenom πρωτοστατούσε στην έρευνα για την ανάπτυξη ενός μη επεμβατικού προγεννητικού τεστ μέσω της ανάλυσης του ελεύθερου εμβρυικού DNA.

Το 2011 τα κατάφερε και παρουσίασε στον κόσμο το πρώτο μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ  στηριζόμενο στην ανάλυση του cfDNA, το MaterniT21 Plus!

Το 2012 ήταν η πρώτη που πρόσθεσε την ανίχνευση των Τρισωμιων 18 και 13 και προσέφερε το cfDNA test και σε δίδυμες κυήσεις!

Ακολούθησαν κι άλλες πρωτιές… Η ανίχνευση των φυλετικών χρωμοσωμικών ανωμαλιών και γνωστών μικροελλειπτικών συνδρόμων με κυριότερο το σύνδρομο DiGeorge.

Το 2015 η Sequenom, ανακοίνωσε το MaterniT Genome, το μοναδικό μη επεμβατικό προγεννητικό cfDNA τεστ στον κόσμο που αναλύει όλα τα χρωμοσώματα του εμβρύου και επιπλέον μπορεί να ανιχνεύσει αλλαγές στο γονιδίωμα μεγαλύτερες από 7Mb καθώς και 8 μικροελλειπτικά σύνδρομα.
Μετά από 7 χρόνια εφαρμογής του μη επεμβατικού προγεννητικού cfDNA τεστ η Sequenom συνεχίζει να ηγείται των εξελίξεων στο χώρο του προγεννητικού ελέγχου και να παρέχει κορυφαίας τεχνολογίας εξετάσεις στις εγκυμονούσες.
Με τόσες πρωτιές, με συνεχής έρευνα και βελτίωση των τεστ της και επιστημονικό προσωπικό με τεράστια εμπειρία πίσω από την ανάλυση των δειγμάτων της… πώς να μην εμπιστευτείτε τα cfDNA test της Sequenom!

Τι πρέπει να γνωρίζουν οι μελλοντικοί γονείς όταν επιλέγουν ένα μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ;
Στις μέρες μας η αξιοπιστία του προγεννητικού ελέγχου έχει ενισχυθεί με την προσθήκη του μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου ειδικά για τις κυήσεις που είναι ενδιάμεσου κινδύνου (1/100-1/2500 πιθανότητα για σύνδρομο Down) μετά από το τεστ αυχενικής διαφάνειας και βιοχημικού ελέγχου (Papp-A, β-HCG test) (Gil et al, 2014). Το μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ (NIPT) περιλαμβάνει την αιμοληψία από το χέρι της εγκύου από τη 10η κιόλας εβδομάδα της κύησης, και την απομόνωση εμβρυικού DNA που κυκλοφορεί στο αίμα. Έπειτα γίνεται η ανάλυση του δείγματος και στηριζόμενοι στην ποσότητα και την αποκωδικοποίηση τμημάτων του DNA, μπορεί να καθοριστεί αν υπάρχει περίσσεια ή έλλειψη γενετικού υλικού του εμβρύου σε σχέση με το φυσιολογικό και να προσδιοριστεί και το γενετικό σύνδρομο που προκαλείται από αυτή την ανωμαλία. Σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο διατίθενται 8 διαφορετικά NIPT, τα 4 από τα οποία έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλα πιστοποιημένα εργαστήρια Γενετικής στην Αμερική και έχουν επικυρωθεί μέσα από δημοσιεύσεις σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά. Τα υπόλοιπα χρησιμοποιούν κάποια από τις τεχνολογίες των πρώτων ή δεν πραγματοποιούνται από πιστοποιημένα εργαστήρια. Επομένως, δεν είναι όλα τα NIPT τα ίδια.

Ποια είναι λοιπόν τα χαρακτηριστικά ενός μη επεμβατικού προγεννητικού τεστ  που πρέπει να λάβει υπόψιν του ένα ζευγάρι πριν κάνει την επιλογή του;

1.Το ποσοστό αποτυχίας έκδοσης αποτελέσματος. 
Κάποια τεστ έχουν μεγάλο ποσοστό αποτυχίας έκδοσης αποτελέσματος. Αυτό οφείλεται κυρίως σε τεχνικά προβλήματα και αποτελεί ένδειξη της ποιότητας της  τεχνολογίας πίσω από την ανάλυση του δείγματος. Υπάρχουν τεστ που έχουν δημοσιευμένα ποσοστά αποτυχίας πάνω από 3% και μάλιστα κάποια αγγίζουν και το 12 % κατά περίπτωση (Zimmermann et al., 2012).
Το τελευταίο πράγμα που θέλει μία έγκυος είναι να μην έχει απάντηση μετά από μέρες αναμονής και να χρειαστεί να επαναληφθεί η αιμοληψία που συνεπάγεται επιπλέον μέρες για τα αποτελέσματα.
2. Οι μέρες που απαιτούνται για την έκδοση αποτελέσματος.
Ανάλογα με το NIPT που επιλέγεται, η απάντηση μπορεί να είναι διαθέσιμη από 7 έως 21 ημέρες. Ένα τεστ που είναι πχ Ασιατικής προέλευσης απαιτεί περισσότερο χρόνο για την αποστολή του με μεγαλύτερο κίνδυνο το δείγμα να έχει αλλοιωθεί αν έχουν περάσει αρκετές ημέρες πριν την επεξεργασία του.  Μάλιστα, υπάρχουν NIPT που διαφημίζονται οτι γίνονται σε κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες (πχ Δανία) ενώ στην πραγματικότητα αυτές οι χώρες εξυπηρετούν απλά ως σταθμός συγκέντρωσης και μεταφοράς του δείγματος στην Κίνα.
Επιπλέον οι μέρες που απαιτούνται για την απάντηση ενός δείγματος μαρτυρούν την ποιότητα της τεχνολογίας και την ροή των δειγμάτων που υπάρχουν σε ένα εργαστήριο.
3. Η ποσότητα της αιμοληψίας
Η πλειοψηφία των NIPT απαιτούν την αιμοληψία δύο σωληναρίων 10ml αίματος για να εξασφαλίζουν και την χρήση επιπλέον υλικού αν για κάποιο τεχνικό ή ποιοτικό λόγο θέλουν να επαναλάβουν την ανάλυση του δείγματος. Αντίθετα έχει δημοσιευθεί (Bianchi et al, 2014) ότι με την λήψη ενός μόνο σωληνάριου, η επανάληψη της αιμοληψίας απαιτείται στο 1% των περιπτώσεων λόγω ανεπαρκούς ποσότητας υλικού για την ανάλυση του δείγματος.
4. Η μέτρηση του ποσοστού του ελεύθερου εμβρυικού DNA ως ποιοτικής παραμέτρου για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων.
Το ποσοστό του εμβρυικού DNA σε σχέση με το μητρικό δεν υπολογίζεται από όλα τα NIPT. Παράλειψη όμως αυτής της σημαντικής ποιοτικής μέτρησης μπορεί να οδηγήσει σε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, γιατί αν η περιεκτικότητα του εμβρυικού DNA είναι κάτω από τα επιτρεπτά όρια τότε το αποτέλεσμα μπορεί είναι εσφαλμένα αρνητικό απλά επειδή δεν υπήρχε αρκετό εμβρυικό DNA για να αναλυθεί. Μάλιστα, έχουν γίνει επιστημονικές μελέτες σε κάποιο συγκεκριμένο NIPT, που καταδεικνύουν οτι σε χαμηλή περιεκτικότητα εμβρυικού DNA τα αποτελέσματά του δεν είναι το ίδιο αξιόπιστα (Wright et al, 2014).
5. Αν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δίδυμες κυήσεις με την ίδια αξιοπιστία όπως στις μονήρεις κυήσεις.
Η ισχυρή τεχνολογία ενός NIPT διαφαίνεται από την ικανότητά του να αναλύει πολύδυμες κυήσεις με την ίδια αξιοπιστία όπως στις μονήρεις κυήσεις μιας και πρόκειται για πολύ πιο απαιτητική τεχνολογικά διαδικασία. Υπάρχουν NIPT που η τεχνολογία τους δεν υποστηρίζει καθόλου την ανάλυση πολύδυμων κυήσεων ή κυήσεων που έχουν προέλθει από εξωσωματική γονιμοποίηση. Ενώ υπάρχουν και άλλα που υποστηρίζουν την ανάλυση δίδυμων κυήσεων αλλά στην πραγματικότητα έχουν ποσοστό αποτυχίας έκδοσης αποτελέσματος που αγγίζει και το 50%!
6.  Η εμπειρία της κάθε εταιρείας.
Είναι σημαντικό να επιλέγεται ένα τεστ όπου το εργαστήριο που το πραγματοποιεί να έχει μεγάλη εμπειρία στην ανάλυση και αξιολόγηση δειγμάτων. Συνήθως τα NIPT που χρησιμοποιούν την τεχνογνωσία κάποιου από τα αρχικά εργαστήρια δεν έχουν την ίδια εμπειρία και δε μπορούν να ερμηνεύσουν το αποτέλεσμα με την ίδια αξιοπιστία.
7. Να δίνεται στους γονείς η αυθεντική απάντηση από το εργαστήριο που πραγματοποιεί το NIPT.
Κανένα NIPT δεν πραγματοποιείται στην Ελλάδα. Οπότε το σωστό είναι να δίνεται στους γονείς η αυθεντική απάντηση του εργαστηρίου που το πραγματοποίησε ώστε να γνωρίζουν ποιο τεστ τους προσφέρθηκε πραγματικά και τις πλήρεις παραμέτρους του.

Τι είναι οι μεγαβάσεις;

Στην Γενετική η μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιούμε για να μετράμε το μήκος του γονιδιώματος (DNA στον πυρήνα του κυττάρου) είναι τα ζεύγη βάσεων. Ένα ζεύγος βάσεων είναι δύο χημικές βάσεις που συνδέονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα «βαθμίδα της σκάλας DNA». Το μόριο του DNA αποτελείται από δύο αλυσίδες που περιστρέφονται η μία γύρω από την άλλη σαν μια στριμμένη σκάλα. Κάθε αλυσίδα έχει ένα σκελετό κατασκευασμένο από εναλ-λασσόμενα μόρια σακχάρων (δεοξυριβόζη) και φωσφορικές ομάδες. Σε κάθε σάκχαρο συνδέεται μία από τις 4 βάσεις – αδενίνη (Α), κυτοσίνη (C), γουανίνη (G), ή θυμίνη (Τ). Οι δύο αλυσίδες συγκρατούνται μεταξύ τους με δεσμούς υδρογόνου μεταξύ των βάσεων.Έτσι,

1 κιλοβάση (Κb) είναι ίση με 1000 βάσεις και

1 μεγαβάση (Mb) είναι ίση με 1.000.000 βάσεις

Και για να αντιληφθούμε τα μεγέθη, το ανθρώπινο γονιδίωμα αποτελείται από 6,469.66 Mb

Ο κλασσικός Καρυότυπος και το Μη Επεμβατικό Προγεννητικό τεστ MaterniT GENOME μπορούν να ανιχνεύουν ανωμαλίες που έχουν μέγεθος από 7Mb και πάνω.

Ο Μοριακός Καρυότυπος (array CGH) έχει ανάλυση από 1Mb και πάνω. Σε μερικές περιοχές μπορεί να έχει ανάλυση 500Kb και πάνω.

Τι είναι τα χρωμοσώματα;

Το σώμα μας αποτελείται από εκατομμύρια κύτταρα. Το γενετικό υλικό εντοπίζεται κυρίως στον πυρήνα και σχηματίζει νηματοειδείς δομές οι οποίες ονομάζονται χρωμοσώματα που είναι ορατά με οπτικό μικροσκόπιο μόνο κατά την κυτταρική διαίρεση. Το χρωμόσωμα είναι μια οργανωμένη δομή DNA και πρωτεϊνών οι οποίες χρησιμεύουν για να συσκευάσουν το DNA και να ελέγξουν τις λειτουργίες του. Το DNA περιλαμβάνει πολλά γονίδια και άλλες ακολουθίες νουκλεοτιδίων. Τα γονίδια περιέχουν οδηγίες που ελέγχουν την ανάπτυξή μας και τον τρόπο που δουλεύει το σώμα μας. Είναι επίσης υπεύθυνα για πολλά από τα χαρακτηριστικά μας, όπως το χρώμα των ματιών, την ομάδα αίματος και το ύψος. Τα περισσότερα ανθρώπινα κύτταρα διαθέτουν 46 χρωμοσώματα. Κληρονομούμε τα χρωμοσώματά μας από τους γονείς μας, 23 από τη μητέρα και 23 από τον πατέρα μας, και ως εκ τούτου έχουμε δύο ομάδες 23 χρωμοσωμάτων ή 23 «ζεύγη». Τα χρωμοσώματα που αριθμούνται 1 έως 22  είναι παρόμοια σε αρσενικά και θηλυκά και καλούνται αυτοσωμικά χρωμοσώματα. Το 23ο ζεύγος είναι διαφορετικό στα αρσενικά και τα θηλυκά και τα χρωμοσώματα που το αποτελούν ονομάζονται φυλετικά χρωμοσώματα. Υπάρχουν δύο τύποι φυλετικών χρωμοσωμάτων, το Χ χρωμόσωμα και το Υ χρωμόσωμα. Τα θηλυκά, φυσιολογικά, διαθέτουν δύο Χ χρωμοσώματα (ΧΧ). Το θηλυκό κληρονομεί ένα Χ χρωμόσωμα από τη μητέρα του και ένα Χ χρωμόσωμα από τον πατέρα του. Τα αρσενικά, φυσιολογικά, διαθέτουν ένα Χ και ένα Υ χρωμόσωμα (ΧΥ). Το αρσενικό κληρονομεί ένα Χ χρωμόσωμα από τη μητέρα του και ένα Υ χρωμόσωμα από τον πατέρα του.

Τι είναι ο μωσαϊκισμός;

Ο μωσαικισμός είναι μια κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο έχει ένα μείγμα φυσιολογικών και ανώμαλων κυττάρων.

Στην περίπτωση που τα κύτταρα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον αριθμό των χρωμοσωμάτων τους, ο μωσαικισμός ονομάζεται χρωμοσωμικός και προκύπτει από λάθος στο διαχωρισμό των χρωμοσωμάτων κατά τις πρώτες κυτταρικές διαιρέσεις της εμβρυογέννησης.

Κύτταρα με λάθος αριθμό χρωμοσωμάτων μπορούν να ανιχνευτούν σε δείγματα αίματος. Μερικά από τα κύτταρα θα έχουν φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων, ενώ άλλα θα έχουν είτε περισσότερα είτε λιγότερα. Μερικές φορές, τα ανώμαλα κύτταρα περιορίζονται μάλλον σε συγκεκριμένους ιστούς παρά σε κύτταρα του αίματος. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάγνωση απαιτεί εξέταση τμήματος ιστού.

Η αξιολόγηση του αποτελέσματος του μωσαικισμού εξαρτάται από την αναλογία των ανώμαλων κυττάρων προς τα υγιή στο σώμα ενός ατόμου. Όσο πιο μεγάλη είναι η αναλογία των υγιών κυττάρων τόσο πιο υγιές θα είναι το άτομο. Για παράδειγμα, τα άτομα με σύνδρομο Down έχουν δύο πληθυσμούς κυττάρων στο σώμα τους, έναν φυσιολογικό, με δύο χρωμοσώματα 21, και έναν ανώμαλο, με τρία χρωμοσώματα 21. Σε ορισμένες περιπτώσεις το σύνδρομο Down μπορεί να είναι φανερό στο 90% των κυττάρων του αίματος ενός ατόμου, αλλά μόνο στο 20% των κυττάρων του εγκεφάλου του. Το άτομο αυτό μπορεί να έχει σχεδόν φυσιολογική ευφυΐα.

Ο μωσαϊκισμός εμφανίζεται και στις άλλες Τρισωμίες (πχ 18, 13) ενώ είναι πιο συχνός σε άτομα με σύνδρομο Klinefelter (ΧΥ/ΧΧΥ) και σε άτομα με σύνδρομο Turner (ΧΧ/Χ).

Εξετάσεις όπως ο κλασσικός καρυότυπος με ανάλυση πολλών κυττάρων έχουν τη μεγαλύτερη ευαισθησία στον εντοπισμό μωσαϊκισμού ακόμη και σε μικρά ποσοστά. Ο μοριακός καρυότυπος και το μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ ελεύθερου εμβρυικού DNA μπορούν αν εντοπίσουν μωσαϊκισμό αλλά σε αρκετά μεγαλύτερα ποσοστά.

Μωσαϊκισμός στον πλακούντα

Αναφέρεται σε μωσαϊκισμό που ανευρίσκεται στα κύτταρα του πλακούντα αλλά όχι στο έμβρυο.

Η παρουσία μωσαϊκισμού στο υπό μελέτη δείγμα δεν δηλώνει πάντα παθολογικό φαινότυπο στο έμβρυο: πολλές φορές τα παθολογικά κύτταρα περιορίζονται στον ιστό του πλακούντα ή σε άλλους μη εμβρυικούς ιστούς. Σε αυτή την περίπτωση, το έμβρυο αναμένεται να έχει φυσιολογικό φαινότυπο.

Ο μωσαϊκισμός που μπορεί να ανιχνευτεί μετά από βιοψία χοριονικών λαχνών/τροφοβλάστης μπορεί να αφορά μόνο τον πλακούντα και όχι το έμβρυο μιας και τα εμβρυικά κύτταρα που αναλύονται είναι πλακουντιακής προέλευσης. Σε μια πρόσφατη μελέτη οι ερευνητές κατέληξαν ότι σε δείγματα βιοψίας τροφοβλάστης που αναφέρθηκαν με μωσαικισμό το 87,2% από αυτά είχαν μωσαικισμό μόνο στον πλακούντα (Grati et al, 2014)

Σε αυτές τις περιπτώσεις συνίσταται η παροχή γενετικής συμβουλευτικής στους γονείς και επεξήγηση των πιθανών επιπτώσεων αυτού του ευρήματος.

Τι είναι οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες;

 Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται με ένα επιπλέον χρωμόσωμα ή ένα λιγότερο, που σημαίνει ότι έχουν τρία αντίγραφα ενός χρωμοσώματος αντί για δύο. Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή ως τρισωμία. Οι πιο κοινές τρισωμίες είναι η τρισωμία 21 (σύνδρομο Down), η τρισωμία 18 (σύνδρομο Edwards) και η τρισωμία 13 (σύνδρομο Patau).

Τι είναι η τρισωμία 21;

Τρισωμία 21 (σύνδρομο Down) είναι η κατάσταση στην οποία υπάρχουν 3 αντίγραφα του χρωμοσώματος 21 στα κύτταρά μας αντί για τα φυσιολογικά δύο. Αν και η εικόνα δεν είναι η ίδια για όλα τα άτομα με Down, η τυπική εικόνα χαρακτηρίζεται από πνευματική καθυστέρηση και μερικές φορές προβλήματα από την καρδιά (40%) και τον θυρεοειδή. Το μέσο προσδόκιμο ζωής για τα άτομα με Down είναι 50-60 χρόνια, και τα περισσότερα χρειάζονται μακροχρόνια βοήθεια και υποστήριξη. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να καθοριστεί η βαρύτητα της κλινικής εικόνας της ασθένειας πριν από τη γέννηση. Το σύνδρομο Down εμφανίζεται σε περίπου μία κάθε 700 γεννήσεις. Η πιθανότητα μια γυναίκα να αποκτήσει παιδί με σύνδρομο Down αυξάνεται με την ηλικία της, αλλά και γυναίκες όλων των ηλικιών και των φυλών μπορεί να είναι σε κίνδυνο.

Γνωρίζετε ότι ευθύνονται και οι άντρες για την εμφάνιση του συνδρόμου Down;

Στις 11 Νοεμβρίου 2015, σε ένα πολύ ωραίο και εμπεριστατωμένο άρθρο στο περιοδικό  “The Atlantic” δόθηκε έμφαση στο γεγονός ότι και το DNA  των ανδρών είναι υπεύθυνο για την εμφάνιση του συνδρόμου Down.

Είναι γνωστό στους περισσότερους ότι η εμφάνιση της πιο συχνής χρωμοσωμικής ανωμαλίας, του συνδρόμου Down (Τρισωμία 21), σχετίζεται με την αυξημένη ηλικία της μητέρας.  Όμως τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αρκετές μελέτες που αποδίδουν ένα μικρό μερίδιο ευθύνης και στην αυξημένη ηλικία του πατέρα (5-10% που μερικές φορές αγγίζει και το 20%). Μάλιστα σε μια έρευνα του 2003, οι ερευνητές βρήκαν ότι στους άντρες που γίνονται πατέρες μετά τα 40 τους χρόνια, η πιθανότητα να ευθύνονται αυτοί για το επιπλέον χρωμόσωμα 21 στο σύνδρομο Down μπορεί να είναι 50%. Παράλληλα, σε άλλες μελέτες φαίνεται οτι ενώ οι άνδρες συνεχίζουν να παράγουν σπέρμα και σε πιο μεγάλες ηλικίες αυτό έχει περισσότερες πιθανότητες να φέρει μεταλλάξεις και είναι σε μικρότερη ποσότητα.

Ενώ όμως αυτά τα στοιχεία είναι γνωστά, οι εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου που γίνονται, με πιο γνωστή αυτή της αυχενικής διαφάνειας και του PAPP-A test, λαμβάνουν υπόψιν τους για τον υπολογισμό του ρίσκου μόνο την ηλικία της μητέρας αφήνοντας τελείως απ έξω την ηλικία του πατέρα!

Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως η ηλικία των ζευγαριών που κάνουν παιδί για πρώτη φορά έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, και ότι συνήθως οι γυναίκες παντρεύονται μεγαλύτερους ηλικιακά άνδρες, τότε συνειδητοποιούμε ότι η ανάγκη για καλύτερες ανιχνευτικές εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου είναι επιτακτική.

Λύση σε αυτό τον προβληματισμό μπορεί να δώσει η επιλογή του τεστ του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA. Μάλιστα υπάρχουν κάποια cfDNA τεστ που δεν στηρίζονται σε αλγόριθμους και δεν λαμβάνουν υπόψιν την ηλικία της μητέρας αλλά τα καθαρά στοιχεία της ανάλυσης του cfDNA.

Με αυτή την μέθοδο, δεν χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψιν η ηλικία κανενός από τους δύο γονείς και η ακρίβειά της για την ανίχνευση του συνδρόμου Down είναι ασύγκριτα καλύτερη από τις υπόλοιπες ανιχνευτικές μεθόδους (Ευαισθησία: >99%, πιθανότητα ψευδούς θετικού: 0.09%)

Πως προκύπτει το σύνδρομο Down;

Το σύνδρομο Down είναι γνωστό ότι είναι η πιο συχνή χρωμοσωμική ανωμαλία με συχνότητα εμφάνισης στα νεογνά 1/700 και οφείλεται στην ύπαρξη ενός παραπάνω xρωμοσώματος (3 συνολικά αντί για 2). Όμως αυτό που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι για πoιo λόγο ένα έμβρυο μπορεί να έχει σύνδρομο Down.

Σύμφωνα με δημοσιευμένα επιστημονικά στοιχεία:

  • 95% των παιδιών με σύνδρομο Down προκύπτουν από λάθος κατά τον διαχωρισμό των χρωμοσωμάτων όταν τα κύτταρα διαιρούνται.
  • 2% προκύπτουν από Robetsonian μετατοπίσεις, δηλαδή μετατόπιση και ένωση δύο χρωμοσωμάτων (κυρίως μεταξύ του 14 και του 21) οι μισές εκ των οποίων είναι κληρονομικές.
  • 2% προκύπτουν από μωσαϊσμό πχ κάποια κύτταρα δεν διαχωρίζονται σωστά κατά την εμβρυογέννηση και το έμβρυο φέρει φυσιολογικά και μη κύτταρα μαζί.
  • 1% προκύπτουν από ποικίλες χρωμοσωμικές αναδιοργανώσεις.

Η συχνότητα των κυημάτων με Τρισωμία 21 αυξάνεται εντυπωσιακά όσο αυξάνεται η ηλικία της μητέρας.

1

 

 

 

 

 

 

 

(Snijders et al, 1999)

Από την άλλη όμως, το 80% των παιδιών που γεννιούνται με σύνδρομο Down είναι από γυναίκες κάτω των 35 ετών.

Παράλληλα όμως υπάρχει και ένα μεγάλο ποσοστό αυτόματων αποβολών. Μεταξύ 11ης  εβδομάδας και 40ης το ποσοστό αυτό φτάνει το 43% (Ηook, 1992).

Η πιθανότητα μια μητέρα μικρότερη των 39 ετών, να ξαναγεννήσει παιδί με Τρισωμία 21 είναι λίγο μικρότερη από 1% και αυξάνεται για μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ υπάρχει και μια ελαφρώς αυξημένη πιθανότητα να κυοφορήσει επόμενο παιδί με άλλη Τρισωμία (Warburton).

Κάθε ζευγάρι και κάθε κύηση όμως είναι διαφορετικά και θα πρέπει να μελετώνται ξεχωριστά. Σε κάθε περίπτωση συνίσταται γενετική συμβουλευτική για να εντοπιστεί ο ακριβής τρόπος που προέκυψε το σύνδρομο Down και οι πιθανότητες επανεμφάνισης του ή εμφάνισης σε μελλοντικούς συγγενείς.

Προγεννητικά το σύνδρομο Down μπορεί να διαγνωστεί με:

  • Βιοψία τροφοβλάστης στο πρώτο τρίμηνο ή
  • αμνιοπαρακέντηση στο δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης ακολουθούμενες από ανάλυση καρυοτύπου.

Οι διαδικασίες αυτές όμως είναι επεμβατικές και περιέχουν ένα μικρό ποσοστό αποβολής.  Μια πολύ καλή, ακίνδυνη για τη μητέρα και παιδί και πιο οικονομική λύση με αξιοπιστία 99,9%, είναι ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος ανάλυσης ελεύθερου εμβρυϊκού DNA στο αίμα της μητέρας.

Στη Safembryo με το άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό μας και την Γενετίστρια μας Δρ. Γεροβασίλη Αγγελική, φροντίζουμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση,  πλήρης ενημέρωση και τα κορυφαία τεστ Προγεννητικού ελέγχου στον κόσμο για να καλύπτουμε όλες τις ανάγκες σας.

Τι είναι η τρισωμία 18;

Η Τρισωμία 18 επίσης γνωστή ως σύνδρομο Edwards, είναι η δεύτερη πιο κοινή χρωμοσωμική τρισωμία (μετά το σύνδρομο Down) με ποσοστό 13% μεταξύ όλων των χρωμοσωμικών ανωμαλιών και συχνότητα εμφάνισης περίπου 1 ανά 6000 γεννήσεις ζωντανών βρεφών. Είναι εντούτοις πιο κοινή στη σύλληψη και είναι η πιο κοινή χρωμοσωμική ανωμαλία μεταξύ των νεκρά γεννημένων εμβρύων με συγγενείς δυσμορφίες. Υπολογίζεται ότι λιγότερες από 5% συλλήψεις με τρισωμία 18 επιζούν μέχρι την γέννα. αυτά που γεννιούνται, το 80% περίπου είναι κορίτσια. Η Τρισωμία 18 απαντάται ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής.

Γενετική αιτιολογία

Ο άνθρωπος έχει φυσιολογικά 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων. Η Τρισωμία 18 προκαλείται στο 95% των περιπτώσεων από την ύπαρξη ενός επιπλέον χρωμοσώματος 18 (τρία συνολικά) που επηρεάζει όλα τα συστήματα του σώματος. Στο 5% των περιπτώσεων οφείλεται σε μωσαικισμό, δηλαδή κάποια κύτταρα έχουν 2 χρωμοσώματα 18 ενώ άλλα έχουν 3). Η έκταση και βαρύτητα της ανωμαλίας εξαρτάται από την αναλογία φυσιολογικών με μη φυσιολογικών κυττάρων.

Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει ένα επιπλέον αντίγραφο τμήματος του χρωμοσώματος 18. Αυτό ορίζεται ως μερική Τρισωμία 18. Συνήθως οφείλεται σε μια ισορροπημένη μετατόπιση που κληρονομείται από τον ένα γονέα. Τα βρέφη με μωσαϊκισμό και μερική τρισωμία τείνουν να πάσχουν λιγότερο σοβαρά.

Όπως και στην Τρισωμία 21, η εμφάνιση του συνδρόμου Edwards, συσχετίζεται με την μεγάλη ηλικία της μητέρας. Μάλιστα μοριακές μελέτες έχουν δείξει ότι στο 90% των περιπτώσεων της Τρισωμίας 18 είναι το αποτέλεσμα ενός μητρικού πρόσθετου χρωμοσώματος.

Κλινικά Χαρακτηριστικά

Η Τρισωμία 18 επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό όλα τα οργανικά συστήματα του σώματος:

Νευρικό σύστημα κι εγκέφαλος: πνευματική υστέρηση και καθυστερημένη ανάπτυξη (100% των ατόμων),284275-804fd6d6b6c737e249f8fc6a63b66f9cυψηλός μυϊκόςτόνος, σπασμοί και σωματικές δυσπλασίες όπως εγκεφαλικές ατέλειες.

Κεφάλι και πρόσωπο: μικρό κεφάλι (μικροκεφαλία), μικρά μάτια, μάτια που απέχουν αρκετά μεταξύ τους, άνω βλεφαρικές πτυχές, μικρή κάτω γνάθος, λαγώχειλο, λυκόστομα.

Καρδιά: συγγενείς καρδιακές ατέλειες (90% των ατόμων), όπως κοιλιακή διαφραγματική ατέλεια και ατέλειες βαλβίδας.

Οστά: αναπτυξιακή καθυστέρηση μεγάλου βαθμού, χέρια σε γροθιά με το 2ο και 5ο δάχτυλο πάνω στα υπόλοιπα, και άλλες ατέλειες των άκρων.

Τέλος, εμφανίζονται δυσπλασίες του πεπτικού σωλήνα, του ουρητικού σωλήνα και των γεννητικών οργάνων.

Χαρακτηριστικά του συνδρόμου είναι το χαμηλό βάρος κατά την γέννηση, η αναπτυξιακή υστέρηση, αυτιά χαμηλά στην κεφαλή και δύσμορφα, χέρια σε γροθιές, ανωμαλίες στα οστά, κήλες, πολυχρωμία στο δέρμα, καρδιακές ατέλειες, προβλήματα στη σίτιση και αναπνοή κατά τη βρεφική ηλικία και μαθησιακές δυσκολίες.

Η θεραπεία για ένα ζωντανό βρέφος είναι γενικά υποστηρικτική.

Πρόγνωση

Παιδιά των οποίων όλα τα κύτταρα εμφανίζουν την ανωμαλία κατά κανόνα δεν επιζούν πέραν της βρεφικής ηλικίας. Ωστόσο, περίπου το 5% επιβιώνουν πέραν του ενός έτους Τα παιδιά έχουν 1% πιθανότητα επιβίωσης σε ηλικία 10 ετών. Τα παιδιά με σύνδρομο Edwards που επιζούν έχουν έντονη αναπτυξιακή και κινητική καθυστέρηση. Ο θάνατος συνήθως οφείλεται σε σοβαρή καρδιακή, νεφρική ανεπάρκεια ή σε δυσπλασία του κεντρικού νευρικού σύστηματος ή σε δυσκολία σίτισης.

Παράγοντες κινδύνου

Παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης της τρισωμίας 18 είναι η μεγάλη ηλικία της μητέρας και το οικογενειακό ιστορικό του ζεύγους.

Ο κίνδυνος της επανεμφάνισης μιας πλήρους Τρισωμίας 18 σε μια μελλοντική εγκυμοσύνη είναι λιγότερο από 1 %.

Ο κίνδυνος μπορεί να είναι υψηλότερος στην περίπτωση της μερικής τρισωμίας 18 γιατί μπορεί ένας γονέας να φέρει μια ισοζυγισμένη μετάθεση. Σε αυτή την περίπτωση το ζευγάρι θα πρέπει να παραπεμφθεί σε γενετιστή και να γίνουν εξετάσεις καρυοτύπου.

Προγεννητική ανίχνευση-διάγνωση

Η εξέταση της αυχενικής διαφάνειας σε συνδυασμό με το PappA test  και την μητρική ηλικία μπορούν να ανιχνεύσουν έως και το 95% των εμβρύων με τρισωμία 18.

11214393_xxlΤο μη επεμβατικό προγεννητικό cfDNA τεστ μπορεί να ανιχνεύσει το 99,9% των κυήσεων με τρισωμία 18.

Το υπερηχογράφημα μπορεί να ανιχνεύσει τυπικές δομικές ανωμαλίες και μπορεί να αυξήσει την υποψία του συνδρόμου Edwards ειδικά στο δεύτερο τρίμηνο.

Η αμνιοπαρακέντηση ή λήψη τροφοβλάστης και ανάλυση του υλικού με απλό καρυότυπο  είναι απαραίτητη για να γίνει μια οριστική προγεννητική διάγνωση.

 

Αναφορές

Πλαγεράς, Π, Γεροβασίλη Α, Παπαιωάννου Α, Εφαρμογές μοριακής διαγνωστικής, Broken Hill Publications, 2012, Αθήνα

Chen H; Trisomy 18, eMedicine, Jul 2009

Kagan KO, Wright D, Maiz N, et al; Screening for trisomy 18 by maternal age, fetal nuchal translucency, free beta-human chorionic gonadotropin and pregnancy-associated plasma protein-A. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Sep;32(4):488-92.

Τι είναι η τρισωμία 13;

Η τρισωμία 13 (σύνδρομο Patau)  εμφανίζεται σε 1 κάθε 4000 παιδιά και οφείλεται στην ύπαρξη 3 αντιγράφων του χρωμοσώματος 13 στα κύτταρά μας αντί για τα φυσιολογικά δύο. Χαρακτηρίζεται από πολλαπλές ανωμαλίες στα όργανα το παιδιού και πνευματική καθυστέρηση και είναι θανατηφόρα κατάσταση.

Γιατί τα περισσότερα cfDNA τεστ δεν μπορούν να ανιχνεύσουν εξίσου καλά την Τρισωμία 13;
Τον τελευταίο καιρό διατίθενται στις εγκυμονούσες cfDNA test που στοχεύουν στην ανίχνευση κυρίως του συνδρόμου Down, της Τρισωμίας 18, 13 αλλά και άλλων χρωμοσωμικών ανωμαλιών του εμβρύου.
Από τις 3 πρώτες Τρισωμίες, η Τρισωμία 13 είναι η πιο σπάνια, με άσχημη πρόγνωση και η πιο απαιτητική στην ανίχνευσή της λόγω της σύνθεσης της αλληλουχίας του χρωμοσώματος 13 με αποτέλεσμα να μην έχει επιτευχθεί από κανένα cfDNA τεστ πολύ υψηλό ποσοστό ανίχνευσης (80-91.7%).
Αντίθετα, με την βοήθεια του υπερήχου, οι ειδικοί στην εμβρυομητρική ιατρική ιατροί μπορούν να ανιχνεύσουν την Τρισωμία 13 με ευαισθησία 99.9%.
Επομένως γίνεται ξεκάθαρο ότι η ανίχνευση της Τρισωμίας 13 δεν έχει ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης σε ένα τυπικό cfDNA test που ανιχνεύει τις τρισωμίες που καλύπτει και ο προγεννητικός έλεγχος πρώτου τριμήνου.
 
Σαφώς, στην περίπτωση των cfDNA test που ανιχνεύουν περισσότερες από τις κοινές Τρισωμίες,  επειδή ο σχεδιασμός των τεστ αυτών γίνεται με γνώμονα να καλύψουν όσα περισσότερα σύνδρομα και χρωμοσωμικές ανωμαλίες γίνεται στο ελεύθερο εμβρυικό DNA,  καλύπτεται ο μέγιστος αριθμός συνδρόμων που είναι δυνατόν να ανιχνευθεί από την κάθε εταιρεία.
Παρόμοια, κάποια cfDNA test δεν έχουν αρκετά καλά ποσοστά ανίχνευσης στα φυλετικά χρωμοσωμικά σύνδρομα (Turner, Klinefelter, τριπλό Χ, Jacobs) ή σε μικροελλειπτικά σύνδρομα αναφέροντας πολλά ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
Συνεπώς, αποτελεί καίριο σημείο αξιολόγησης των διάφορων cfDNA test  η ευαισθησία ανίχνευσης του κάθε συνδρόμου και η πιθανότητα εμφάνισης ψευδώς θετικών συνδρόμων.
Η επιλογή με γνώμονα απλά το κόστος των cfDNA test δεν σημαίνει ότι είναι αυτό που ταιριάζει στην κάθε εγκυμονούσα.

Τι είναι οι φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες;

Φυλετικά ονομάζονται τα χρωμοσώματα Χ και Υ, τα οποία καθορίζουν το φύλο (φυσιολογικός άνδρας ΧΥ και φυσιολογική γυναίκα ΧΧ). Οι φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες οφείλονται στην ύπαρξη περισσότερων ή λιγότερων φυλετικών χρωμοσωμάτων. Οι ανωμαλίες στον αριθμό των φυλετικών χρωμοσωμάτων συνήθως δεν προκαλούν σημαντικές αναπτυξιακές διαταραχές και πνευματική ανεπάρκεια. Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να βοηθήσει αυτά τα παιδιά να λάβουν τις υπηρεσίες που απαιτούνται, προκειμένου να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους. Συνολικά, περίπου ένα στα 500 μωρά γεννιέται με μια φυλετική χρωμοσωμική ανωμαλία. Η σοβαρότερη από αυτές είναι το σύνδρομο Turner, με ποσοστό εμφάνισης 1 στις 4000 γεννήσεις, το οποίο απαντάται σε γυναίκες και χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ενός από τα δύο Χ χρωμοσώματα (45 Χ0 ή μονοσωμία Χ). Το σύνδρομο Turner χαρακτηρίζεται από ποικίλη βαρύτητα. Η τυπική γυναίκα με σύνδρομο Turner εμφανίζει μικρό ύψος, κοντό λαιμό, καρδιοπάθεια, βαρηκοΐα, νοημοσύνη στα κατώτερα φυσιολογικά και ατελή ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του φύλου, ενώ στις ελαφρύτερες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρείται μόνο υπογονιμότητα ή πρόωρη εμμηνόπαυση. Τα αγόρια με σύνδρομο Klinefelter έχουν δύο χρωμοσώματα Χ και ένα Υ (47, ΧΧΥ). Αυτά τα παιδιά έχουν την τάση να είναι πιο ψηλά από το μέσο όρο, μπορεί να έχουν καθυστερημένη ή απούσα ανάπτυξη των δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών τους κατά την εφηβεία και είναι συνήθως στείρα. Οι περισσότεροι έχουν φυσιολογική νοημοσύνη, αλλά μερικοί μπορούν να έχουν μαθησιακές δυσκολίες ή ψυχολογικά προβλήματα. Τα παιδιά με σύνδρομο τριπλού Χ (47, XXX) και σύνδρομο Jacobs (47, XYY) μπορεί να είναι ψηλότερα από το μέσο όρο και συνήθως έχουν φυσιολογική νοημοσύνη. Λίγα από αυτά μπορεί να έχουν μαθησιακά και ψυχολογικά ζητήματα. Οι καταστάσεις αυτές δεν συνδέονται με γενετικές ανωμαλίες και μπορεί να περάσουν αδιάγνωστες. Οι άνθρωποι με αυτές τις συνθήκες μπορεί να έχουν φυσιολογική γονιμότητα.

Τι είναι το σύνδρομο Turner;

Το σύνδρομο Turner αφορά αποκλειστικά κορίτσια και γυναίκες, με κυριότερο πρόβλημα το κοντό ανάστημα και την ανεπάρκεια ωοθηκών. Παρατηρείται περίπου σε 1 στις 2.000 γεννήσεις κοριτσιών και υπολογίζεται ότι ετησίως στη χώρα μας έχουμε περίπου 50 νέες περιπτώσεις ενώ αποτελεί το συχνότερο χρωμοσωμικό αίτιο αυτόματων αποβολών (περίπου 1 στις 15 αποβολές).

Ποια η κλινική εικόνα του συνδρόμου Turner;

Χαμηλό ανάστημα (95-100%)

Δυσγενεσία γονάδων (85%), αυτή οδηγεί σε:

  • Στοιχειώδη γεννητική ράβδωση ωοθηκών (υπανάπτυκτες γεννητικές δομές)
  • Καθυστέρηση εφηβείας
  • Διαταραχές περιόδου-υπογονιμότητα
  • Αμηνόρροια ή η απουσία μιας εμμηνορροϊκής περιόδου

Συγγενείς ανωμαλίες εσωτερικών οργάνων

  • Προβλήματα καρδιάς (17-45%) (πχ στένωση ισθμού αορτής)
  • Πεταλοειδές νεφρό και διπλοί ουρητήρες (40%)
  • Προβλήματα όρασης, (κερατοειδής χιτώνας), γλαύκωμα, κ.λπ.
  • Μολύνσεις αυτιώνβαρηκοϊα ή και απώλεια ακοής (50-90%)
  • Υπέρταση

Ανωμαλίες στην εμφάνιση

  • Πλατύ λαιμό, αυχενικό πτερύγιο)
  • Λευμφοίδημα (διόγκωση) των χεριών και των ποδιών
  • Ευρύ στήθος (στήθος ασπίδων) με θηλές που απέχουν πολύ μεταξύ τους.
  • Μικρή ανάπτυξη στήθους
  • Χαμηλή γραμμή τριχοφυΐας
  • Χαμηλά αυτιά
  • Αυξανόμενο βάρος, Παχυσαρκία
  • Μικρότερο τέταρτο μετακάρπιο (του χεριού)
  • Μικρότερα νύχια, μαλακά νύχια
  • Μικρογναθία
  • Βλαισοί αγκώνες
  • Χαμηλά βλέφαρα
  • Eπιχρωματισμένες ελιές

Ψυχοκοινωνική Ανάπτυξη

  • Συνήθως φυσιολογική ευφυΐα
  • Πνευματική καθυστέρηση (10%)
  • Μαθησιακές δυσκολίες (70%)
  • Δυσκολία στην κοινωνική προσαρμογή (υπερκινητικότητα, δυακολία συγκέντρωσης, ανωριμότητα)

Το προσδόκιµο επιβίωσης είναι ελαττωµένο, κυρίως λόγω της καρδιαγγειακής νόσου, του σακχαρώδη διαβήτη και των συγγενών ανωµαλιών.

Το σύνδρομο Τέρνερ εκδηλώνεται διαφορετικά και κανένα άτομο δεν εμφανίζει ακριβώς τα ίδια συμπτώματα με τα άλλα.

Από το σύνολο των ατόμων με σύνδρομο Turner, στο 1/3 γίνεται διάγνωση αμέσως μετά τη γέννηση, στο 1/3 κατά την παιδική ηλικία και στο 1/3 στην εφηβεία.

Τι προκαλεί το σύνδρομο Turner;

Κανονικά η γυναίκα έχει 2 χρωμοσώματα Χ, αλλά στο σύνδρομο Turner ένα από αυτά τα φυλετικά χρωμοσώματα ελλείπει ή έχει άλλες ανωμαλίες. Σε μερικές περιπτώσεις, το ελλείπον χρωμόσωμα είναι παρόν σε μερικά κύτταρα αλλά όχι σε άλλα, φαινόμενο για το οποίο χρησιμοποιείται ο όρος καλούμενος μωσαϊκισμός (mosaicism).

Δεν συσχετίζεται με την προχωρημένη ηλικία της μητέρας (όπως στο σύνδρομο Down) ούτε με την έκθεση του εμβρύου σε τοξικούς παράγοντες κατά την κύηση (φάρμακα, κάπνισμα, αλκοόλ κ.λπ.).

Προκαλείται από την ολική ή μερική απουσία τού ενός από τα δύο χρωμοσώματα Χ που είναι απαραίτητα για την ωρίμανση των γεννητικών κυττάρων και τη σωματική ανάπτυξη του θήλεος.

Η ολική απουσία του χρωμοσώματος Χ (~55% των περιπτώσεων) (μονοσωμία Χ) οφείλεται σε τυχαίο λάθος, κατά το διαχωρισμό των χρωμοσωμάτων του φύλου, που γίνεται είτε στο ωοκύτταρο (περιέχει χρωμοσώματα Χ και Χ) είτε στο σπερματοκύτταρο (χρωμοσώματα Χ και Υ). Έτσι, το ωάριο ή συνηθέστερα το σπερματοζωάριο (70-80%) που σχηματίζεται χωρίς χρωμόσωμα Χ οδηγεί στη σύλληψη θήλεος εμβρύου με ένα μόνο ακέραιο χρωμόσωμα Χ αντί δύο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί το γονιμοποιημένο ωάριο να περιέχει δύο χρωμοσώματα Χ (ένα από κάθε γονέα), αλλά σε κάποια από τις μεταγενέστερες διαιρέσεις των κυττάρων του εμβρύου χάνεται το ένα χρωμόσωμα Χ. Το παιδί αυτό θα έχει μωσαϊκισμό, δηλαδή μείγμα κυττάρων φυσιολογικών (46,ΧΧ) και κυττάρων με μονοσωμία Χ (45,Χ0) (15-25% των περιτπώσεων). Όσο λιγότερα είναι τα μονοσωμικά Χ κύτταρα τόσο καλύτερη είναι η κλινική εικόνα.

Σύνδρομο Turner μπορεί να προκληθεί και όταν συμβαίνουν δομικές ανωμαλίες σε ένα από τα δύο χρωμοσώματα Χ όπως: διπλασιασμός του μακρού σκέλους του χρωμοσώματος Χ (ισοχρωμόσωμα Χ, [46,X,i(Xq)] σε 15% των περιπτώσεων, δακτυλιοειδές χρωμόσωμα Χ (ring) στο 7%, αναστροφές, απαλείψεις και διαμεταθέσεις στο 5-7%

Αυτό συμβαίνει διότι σε ορισμένα σημεία των χρωμοσωμάτων Χ εντοπίζονται γονίδια απαραίτητα σε διπλή δόση για τη φυσιολογική λειτουργία: το γονίδιο SHOX για την ανάπτυξη του σκελετού και του αναστήματος και τα γονίδια DIAPH2 και USP9X για την ανάπτυξη και λειτουργία των ωοθηκών. Ανάλογα με την περιοχή της δομικής βλάβης, στις περιπτώσεις συνδρόμου Turner με μερική μονοσωμία η κλινική εικόνα ποικίλλει.

Είναι κληρονομικό το σύνδρομο Turner;

Το σύνδρομο Turner δεν κληρονομείται από γονείς με φυσιολογικό καρυότυπο. Εμφανίζεται σε όλες τις φυλές και εθνικότητες, ακόμα και σε οικογένειες με πολλά φυσιολογικά παιδιά. Επομένως οι πιθανότητες να ξαναεμφανιστεί σύνδρομο Turner σε επόμενο παιδί της οικογένειας δεν είναι μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες στο γενικό πληθυσμό (περίπου 1 στις 2.000).

Πώς μπορεί το σύνδρομο Turner να διαγνωσθεί πριν από τη γέννηση;

 

Ο απλός καρυότυπος αρκεί για να τεθεί η διάγνωση του συνδρόμου Turner. Συνήθως διαγιγνώσκεται τυχαία, όταν μητέρα προχωρημένης ηλικίας προβεί σε αμνιοπαρακέντηση ή λήψη τροφοβλάστης (CVS). Επίσης σε νεότερες εγκύους, όταν στο γενικό ανιχνευτικό έλεγχο διαπιστωθούν παθολογικές τιμές στους βιοχημικούς δείκτες ή στο υπερηχογράφημα. Το 15% των εμβρύων με σύνδρομο Turner εντοπίζονται τυχαία με το υπερηχογράφημα (αυξημένη αυχενική διαφάνεια, κυστικό ύγρωμα, ύδρωπας, λεμφοίδημα, καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης, καρδιοπάθεια κ.ά.) Γενικότερα θεωρείται ότι η πρόγνωση είναι καλύτερη όταν η προγεννητική εντόπιση γίνεται μέσω του τυχαίου χρωμοσωμικού ελέγχου, σε σύγκριση με τον υπερηχογραφικό έλεγχο.

Τι πρέπει να ξέρουν οι γονείς που πληροφορούνται τη διάγνωση συνδρόμου Turner;

Οι  κλινικές εκδηλώσεις του συνδρόμου Turner ΔΕΝ γίνεται να προβλεφθούν με ακρίβεια πριν από την γέννηση με βάση τα ευρήματα του καρυοτύπου και του υπερηχογραφήματος. Το κοντό ανάστημα μπορεί να βελτιωθεί με τη χορήγηση αυξητικής ορμόνης, ενώ η αμηνόρροια και η καθυστέρηση της ενήβωσης με τη χορήγηση κατάλληλων ορμονικών σκευασμάτων. Ακόμη είναι πλέον δυνατό κάποιες γυναίκες με σύνδρομο Turner να γίνουν μητέρες φέροντας σε πέρας την κύηση με εξωσωματικές μεθόδους και χρησιμοποιώντας ωάριο δότριας. Αλλά σε κάθε περίπτωση αυτές οι κυήσεις είναι υψηλού κινδύνου για την υγεία του εμβρύου και της μητέρας και θέλουν στενή παρακολούθηση.

Αναφορά

Αστερούλα Καιμάρα-Παπαθανασίου: Σύνδρομο Turner: Κλινική Εικόνα και καρυοτυπικές παραλαγές

Τι είναι το σύνδρομο Klinefelter;

Το σύνδρομο Klinefelter (Κλαϊνεφέλτερ) είναι μια χρωμοσωμική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ένα επιπλέον χρωμόσωμα X στους άντρες (XXY αντί για XY).

Το Σύνδρομο Klinefelter δεν είναι μια κληρονομική πάθηση. Αντίθετα, το επιπλέον Χ χρωμόσωμα προκύπτει από ένα τυχαίο σφάλμα κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου ή του σπέρματος ή μετά τη σύλληψη. Η ηλικία της μητέρας αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης του συνδρόμου, ωστόσο, η αιτία εντοπίζεται εξίσου συχνά και στον πατέρα.

Το σύνδρομο Klinefelter εμφανίζεται σε περίπου 1 στις 500 γεννήσεις ζωντανών αρρένων εκ των οποίων μόνο το 10% διαγιγνώσκεται στην παιδική ηλικία.

Προγεννητική Ανίχνευση

Το Σύνδρομο Klinefelter δεν δίνει υπερηχογραφικές ενδείξεις κατά τον προγεννητικό έλεγχο. Διαγιγνώσκεται τυχαία με εξέταση καρυοτύπου. Πλέον ανιχνεύεται μη επεμβατικά με 97% ακρίβεια από τα MaterniT21 PLUS και 99.9% ακρίβεια από το ΜaterniT GENOME τεστ της SequenomΚανένα άλλο μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ δεν έχει την ίδια αξιοπιστία στην ανίχνευση φυλετικών χρωμοσωμικών ανευπλοειδιών!

Τα συμπτώματα του συνδρόμου Klinefelter διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και μπορεί να περιλαμβάνουν:

Μωρά

  • Αδύναμοι μύες
  • Αργή ανάπτυξη κινητικού συστήματος (κάθισμα, βάδιση)
  • Καθυστέρηση στην ομιλία
  • Ήσυχη, υπάκουη προσωπικότητα
  •  Προβλήματα κατά τη γέννηση, όπως οι όρχεις που δεν έχουν κατέβει στο όσχεο

Αγόρια και έφηβοι

  • Ψηλότερος από το μέσο ανάστημα
  • Μεγαλύτερα πόδια, μικρότερο κορμό και ευρύτερα ισχία σε σύγκριση με άλλα αγόρια
  • Απούσα, καθυστερημένη ή ελλιπής εφηβεία
  • Μετά την εφηβεία, λιγότερη μυϊκή μάζα και τριχοφυΐα προσώπου και σώματος σε σύγκριση με άλλους εφήβους
  • Μικρό πέος, όρχεις
  • Γυναικομαστία
  • Αδύναμα οστά
  • Χαμηλά επίπεδα ενέργειας
  • Δυσκολία στην έκφραση των συναισθημάτων ή κοινωνικοποίηση
  • Προβλήματα με την ανάγνωση, τη γραφή, την ορθογραφία ή μαθηματικά
  • Προβλήματα προσοχής

Άνδρες

  • Υπογονιμότητα
  • Μικρό πέος και όρχεις
  • Ψηλότερος από το μέσο ανάστημα
  • Αδύναμα οστά
  • Μειωμένη τριχοφυΐα προσώπου και σώματος
  • Γυναικομαστία
  • Μειωμένη σεξουαλική ορμή

Πολλά παιδιά με σύνδρομο Klinefelter έχουν λίγα εμφανή συμπτώματα, και η κατάσταση μπορεί να περάσει αδιάγνωστη μέχρι την ενηλικίωση. Για άλλους, η κατάσταση έχει μια αξιοσημείωτη επίδραση στην ανάπτυξη ή την εμφάνιση. Δυστυχώς δεν γίνεται να προβλέψουμε πόσο βαριά προσβεβλημένος θα είναι κάποιος με σύνδρομο Klinefelter.

Θεραπεία

Δεν υπάρχει θεραπεία για το σύνδρομο Klinefelter. Αρσενικά με σύνδρομο Klinefelter δεν παράγουν αρκετή ανδρική ορμόνη τεστοστερόνη και αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις δια βίου.

Οι ειδικοί συστήνουν θεραπεία υποκατάστασης με τεστοστερόνη, αρχίζοντας τουλάχιστον από την εφηβεία για φυσιολογική ανάπτυξη των μυών, των οστών και των χαρακτηριστικών του φύλου (τρίχες προσώπου και σεξουαλική λειτουργία). Κάποιοι μάλιστα συστήνουν την θεραπεία με τεστοστερόνη από τους πρώτους μήνες της ζωής. Η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται για όλη τη ζωή για να προληφθούν μακροχρόνια προβλήματα υγείας. Πάντως, η θεραπεία με τεστοστερόνη δεν θεραπεύει την υπογονιμότητα. Η θεραπεία της υπογονιμότητας απαιτεί εξειδικευμένες και ακριβές τεχνικές, ενώ μερικοί άνδρες με σύνδρομο Klinefelter μπορούν να κάνουν παιδιά.

Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η θεραπεία με τεστοστερόνη είναι αποτελεσματική, οι ερευνητές εστιάζουν στη σημασία της πρώιμης παρέμβασης με σκοπό τη διευθέτηση των ψυχοκοινωνικών παραγόντων κινδύνου και την υποστήριξη των παιδιών και των οικογενειών, ώστε να διαχειριστούν τις χρόνιες επιπτώσεις του συνδρόμου.

Επομένως η έγκαιρη και αξιόπιστη διάγνωση του συνδρόμου ΕΧΕΙ νόημα για την θεραπεία και κανονικοποίηση του φαινοτύπου!

Τι είναι τα μικροελλειπτικά σύνδρομα;

Ορισμένες χρωμοσωμικές ανωμαλίες (π.χ. σύνδρομο διαγραφής 22q11.2, σύνδρομο Cri-du-Chat, σύνδρομο Prader-Willi/Angelman και 1p36, βλ. παρακάτω) δεν περιλαμβάνουν ολόκληρα χρωμοσώματα, αλλά μικρά τμήματα χρωμοσωμικού υλικού που διαγράφονται και λείπουν. Αυτού του είδους τα σύνδρομα ονομάζονται μικροελλειπτικά. Οι μεταβολές αυτού του τύπου μπορεί να προκαλέσουν συγκεκριμένα προβλήματα στο παιδί. Είναι πολύ σπάνιες, αλλά μπορεί να εμφανιστούν με την ίδια συχνότητα σε όλες τις εγκύους ανεξαρτήτως ηλικίας (δηλαδή και σε νεαρές γυναίκες). Δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμες στην υπερηχογραφική εξέταση, αν όμως προκύψουν ύποπτα ευρήματα στον προγεννητικό έλεγχο μπορούν να διαγνωστούν με επεμβατικό έλεγχο (CVS ή αμνιοπαρακέντηση). Αν δεν διαγνωστούν προγεννητικά συνήθως διαγιγνώσκονται μετά το πρώτο ή δεύτερο έτος της ηλικίας και επηρεάζουν αρκετά την ποιότητα ζωής του παιδιού. Το πρόβλημα με τα μικροελλειπτικά σύνδρομα είναι ότι, λόγω του μικρού μεγέθους του ελλείμματος, δεν μπορούν πάντα να ανιχνευθούν με τον κλασικό καρυότυπο και απαιτούν ειδικές τεχνικές διάγνωσης (π.χ. μοριακό καρυότυπο, MLPA, FISH).

Η εξέταση MaterniT21 PLUS σας προσφέρει σήμερα πληροφορίες που σχετίζονται με τα ακόλουθα σύνδρομα:

Pinakas_microdeletions_description

Τι είναι το σύνδρομο DiGeorge;

Το σύνδρομο Di George είναι μια χρωμοσωμική ανωμαλία που προκαλείται από τη διαγραφή ενός τμήματος του χρωμοσώματος 22 και παρουσιάζει διαταραχές σε διάφορα όργανα.

Κάθε άτομο έχει δύο χρωμοσώματα 22, έχοντας κληρονομήσει ένα από τον κάθε γονέα. Στα άτομα με σύνδρομο DiGeorge, λείπει ένα μικρό τμήμα (0.8-3.6Μb) από το ένα από τα δύο χρωμοσώματα 22 γι’ αυτό και ανήκει στα μικροελλειπτικά σύνδρομα. Η διαγραφή του τμήματος αυτού συμβαίνει τυχαία σε πάνω από 93% των περιπτώσεων στο σπέρμα του πατέρα ή το ωάριο της μητέρας, ή μπορεί να συμβεί πολύ νωρίς κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη.

Το σύνδρομο Di George είναι το πιο συχνό μικροελλειπτικό σύνδρομο με συχνότητα εμφάνισης 1/4000 γεννήσεις.

Είναι πιο συχνό και από τις Τρισωμίες 18 και 13 και δυστυχώς με την βοήθεια του υπέρηχου προγεννητικά ανιχνεύεται μόνο το 25-50% των περιπτώσεων.

Προγεννητική ανίχνευση

Η διάγνωση του συνδρόμου DiGeorge γίνεται μόνο με την βοήθεια του μοριακού καρυοτύπου. Ο απλός καρυότυπος δεν έχει την ευκρίνεια να ανιχνεύσει την έλλειψη που οδηγεί στο DiGeorge.

Πλέον όμως είναι δυνατή η αξιόπιστη ανίχνευση του συνδρόμου DiGeorge με την βοήθεια του μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου με ευαισθησία που αγγίζει το 91% και ειδικότητα 99.9% με το MaterniT Genome τεστ της Sequenom. Μάλιστα σε πάνω από 300.000 δείγματα που έχουν εξεταστεί παγκοσμίως μέχρι στιγμής από τη Sequenom δεν έχει βρεθεί ούτε ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά (συμπτώματα) του συνδρόμου;

Τα συνηθέστερα συμπτώματα που μπορεί να ποικίλουν ανά άτομο είναι:

  • Λαγώχειλος ή λυκόστομα
  • Ανωμαλίες της καρδιάς (Τετραλογία, μεσοκοιλιακή επικοινωνία κτλ)
  • Βαρηκοΐα
  • Δυσλειτουργία στον θύμο αδένα και τους παραθυρεοειδείς αδένες
  • Απουσία νεφρού ή ανώμαλος νεφρός
  • Υπασβεστιαιμία (χαμηλό ασβέστιο αίματος)
  • Προβλήματα στην σίτιση
  • Μικροκεφαλία
  • Νοητική υστέρηση
  • Μαθησιακές δυσκολίες (τα παιδιά με κανονικό δείκτη νοημοσύνης παρουσιάζουν επιβράδυνση στην ανάπτυξη των αριθμητικών γνώσεων και δεξιοτήτων),
  • Ψυχιατρικές ανωμαλίες (σχιζοφρένεια, κατάθλιψη)
  • Διαταραχές στο αμυντικό σύστημα (συχνές λοιμώξεις)
  • Δυσμορφίες στο πρόσωπο όπως
  • Μικρά αυτιά
  • Ασυμμετρία προσώπου όταν κλαίει
  • Μικρό στόμα

Τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου αυτού διαφέρουν κατά πολύ, ακόμη και μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας. Σχεδόν ο καθένας με σύνδρομο DiGeorge χρειάζεται θεραπεία από ειδικούς σε διάφορους τομείς.

Αντιμετώπιση, Θεραπεία και Πρόγνωση αυτών των παιδιών

Δεν υπάρχει θεραπεία για το σύνδρομο DiGeorge. Ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μπορεί να διορθωθούν όπως το λυκόστομα, οι ανωμαλίες της καρδιάς ή τα χαμηλά επίπεδα ασβεστίου. Η φροντίδα για την ανάπτυξη, την ψυχική υγεία ή προβλήματα συμπεριφοράς είναι πιο δύσκολη, και τα αποτελέσματα είναι λιγότερο προβλέψιμα.

Μικρό ποσοστό παιδιών με σοβαρά προβλήματα του αμυντικού συστήματος ή της καρδιάς θα πεθάνουν πριν τα πρώτα τους γενέθλια. Η πλειοψηφία όμως των παιδιών ενηλικιώνονται παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Γιατί το MaterniT21 Plus test υπερέχει ξεκάθαρα έναντι άλλων cfDNA τεστ στην ανίχνευση του συνδρόμου DiGeorge;

Το σύνδρομο Di George είναι μια χρωμοσωμική ανωμαλία που προκαλείται από τη διαγραφή ενός τμήματος του χρωμοσώματος 22 και παρουσιάζει διαταραχές σε διάφορα όργανα.

Κάθε άτομο έχει δύο χρωμοσώματα 22, έχοντας κληρονομήσει ένα από τον κάθε γονέα. Στα άτομα με σύνδρομο DiGeorge, λείπει ένα μικρό τμήμα (0.8-3.6Μb) από το ένα από τα δύο χρωμοσώματα 22 γι’ αυτό και ανήκει στα μικροελλειπτικά σύνδρομα. Η διαγραφή του τμήματος αυτού συμβαίνει τυχαία σε πάνω από 93% των περιπτώσεων στο σπέρμα του πατέρα ή το ωάριο της μητέρας, ή μπορεί να συμβεί πολύ νωρίς κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη.

Το σύνδρομο Di George είναι το πιο συχνό μικροελλειπτικό σύνδρομο με συχνότητα εμφάνισης 1/4000 γεννήσεις.

Είναι πιο συχνό και από τις Τρισωμίες 18 και 13 και δυστυχώς με την βοήθεια του υπέρηχου προγεννητικά ανιχνεύεται μόνο το 25-50% των περιπτώσεων.

Στο τελευταίο παγκόσμιο συνέδριο Εμβρυϊκής Ιατρικής του Καθηγητή Κύπρου Νικολαΐδη, ο Καθηγητής Peter Benn, ανέλυσε την σημασία εξάπλωσης του αριθμού των συνδρόμων που ανιχνεύονται από τα μη επεμβατικά προγεννητικά cfDNA τεστ.

Τόνισε ότι θα ήταν χρήσιμο πέρα από το σύνδρομο Down να ανιχνεύονται και επιπλέον σύνδρομα που η ανίχνευσή τους ακολουθούμενη από πρώιμη ιατρική παρέμβαση βελτιώνει την κλινική τους εικόνα. Τέτοια σύνδρομα είναι οι φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες αλλά και το σύνδρομο DiGeorge.

Σχετικά με το συγκεκριμένο σύνδρομο μόνο 2 εταιρείες cfDNA τεστ έχουν προχωρήσει στην αναφορά των επιδόσεών τους. Αυτές οι επιδόσεις παρουσιάζονται στον συγκριτικό πίνακα που ακολουθεί με βάση τις ανακοινώσεις τους στο συνέδριο (Helgeson et al, 2015; Gross et al., 2016; FMF abstract2016).

Sequenom (MaterniT21 PLUS) Natera

(PANORAMA)

Δείγματα που έχουν μελετηθεί 175.393 73.770
Ανίχνευση δειγμάτων με DiGeorge 32 283
Ψευδώς Θετικά Αποτελέσματα (%) 0 (0%) 129 (45.6%)
Συχνότητα Ανίχνευσης 1/5481 1/261
Θετική προγνωστική Αξία (PPV) 96.9-100% 40%
Μέγεθος μικροέλλειψης που μελετάται 0,8-3,6Mb Μόνο πάνω από 3Mb

Η υπεροχή της Sequenom είναι ξεκάθαρη σε όλους τους τομείς (εμπειρία, επιδόσεις και μέγεθος των μικροελλείψεων που μελετά).

Επομένως αν επιλέξετε να πραγματοποιήσετε ένα cfDNA τεστ που να ανιχνεύει μικροελλειπτικά σύνδρομα, επιλέξτε αυτό που είναι πιο αξιόπιστο και δεν θα «βλέπει» μικροελλειπτικά σύνδρομα εκεί που δεν υπάρχουν!

Τι είναι το σύνδρομο Cri-du-chat;

Το σύνδρομο Cri-du-chat (γαλλικά για τον όρο, “κραυγή της γάτας»), είναι μια σπάνια πάθηση που πήρε το όνομά της από τον τόνο της κραυγής που έχουν τα πάσχοντα παιδιά που μοιάζει με μια γάτα που κλαίει. Προκαλείται από έλλειψη ενός τμήματος του χρωμοσώματος 5. Αυτό μερικές φορές ονομάζεται 5p-ή 5p μείον. Άλλα συμπτώματα που παρατηρούνται είναι ο κακός μυϊκός τόνος,  η δυσκολία στην ομιλία και  η νοητική αναπηρία.

Τι είναι το σύνδρομο Prader-Willi (PWS);

Το σύνδρομο Prader-Willi (PWS) είναι η πιο κοινή γνωστή γενετική αιτία παχυσαρκίας σε επίπεδα απειλητικά για τη ζωή στα παιδιά. Αν και η αιτία είναι πολύπλοκη, προκύπτει από μια ανωμαλία στο χρωμόσωμα 15. Εμφανίζεται σε άνδρες και γυναίκες εξίσου και σε όλες τις φυλές. Εκτιμάται ότι εμφανίζεται σε  1:15.000 γεννήσεις. Το PWS συνήθως προκαλεί χαμηλό μυϊκό τόνο, κοντό ανάστημα αν δεν θεραπευτεί με αυξητική ορμόνη, ελλιπή σεξουαλική ανάπτυξη,  χαμηλό IQ, μαθησιακές δυσκολίες και χρόνιο αίσθημα της πείνας, που σε συνδυασμό με τον χαμηλό μεταβολισμό οδηγεί σε έντονη παχυσαρκία.

Τι είναι το σύνδρομο Angelman (AS);

Το σύνδρομο Angelman (AS) είναι μια νευρο-γενετική διαταραχή που εμφανίζεται σε 1 στις 15.000 γεννήσεις από μια ανωμαλία στο χρωμόσωμα 15. Το AS συχνά συγχέεται με άλλες διαγνώσεις, όπως εγκεφαλική παράλυση ή αυτισμό. Τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου περιλαμβάνουν αναπτυξιακή καθυστέρηση, βωβότητα, επιληπτικές κρίσεις, και διαταραχές στη βάδιση και στην ισορροπία. Τα άτομα με σύνδρομο Angelman απαιτούν δια βίου φροντίδα.

Τι είναι το σύνδρομο μικροδιαγραφής 1p36;

Πρόκειται για το δεύτερο πιο συχνό μικροελλειπτικό σύνδρομο (1/5000 γεννήσεις) που προκαλείται από έλλειψη ενός μικρού τμήματος του χρωμοσώματος 1.

Κλινική Εικόνα

Χαρακτηρίζεται τυπικά από δυσμορφία του προσώπου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σοβαρή νοητική υστέρηση.

Τα περισσότερα άτομα που έχουν αυτή την μικροδιαγραφή εμφανίζουν, υποτονία, επιληπτικές κρίσεις, αναπτυξιακή καθυστέρηση, καρδιακές ανωμαλίες, προβλήματα ομιλίας, ακοής και όρασης.

2

Οι επιλείψεις και άλλα ιατρικά θέματα φαίνεται να βελτιώνονται με το χρόνο. Οι ασθενείς όμως εξακολουθούν να εξαρτώνται από άλλους για τις περισσότερες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής και απαιτούν συνεχή ιατρική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Τα άτομα με σύνδρομο μικροδιαγραφής 1ρ36 επιβιώνουν και στην ενήλικη ζωή. Η βαρύτητα της κλινικής εικόνας του συνδρόμου εξαρτάται από το μέγεθος της διαγραφής.

Κληρονομικότητα

Οι περισσότερες περιπτώσεις του 1ρ36 συνδρόμου διαγραφής δεν είναι κληρονομικές. Προκύπτουν από μία χρωμοσωμική διαγραφή που παρουσιάζεται ως ένα τυχαίο συμβάν. Σε ένα ποσοστό κάτω του 20% των περιπτώσεων το σύνδρομο είναι κληρονομικό.

Προγεννητική Διάγνωση

Το σύνδρομο μικροδιαγραφής 1p36 συνήθως δεν δείχνει υπερηχογραφικά ευρήματα κατά την διάρκεια της κύησης. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις στην βιβλιογραφία όπου έχουν αναφερθεί υπερηχογραφικές ενδείξεις.

Μπορεί να ανιχνευθεί με το μη επεμβατικό προγεννητικό cfDNA τεστ (NIPT) MaterniT21 Plus ή GENOME ή με αμνιοπαρακέντηση ή βιοψία τροφοβλάστης και ανάλυση με μοριακό καρυότυπο ή στοχευμένα με MLPA ή FISH.

Τι είναι το σύνδρομο Wolf-Hirschhorn;

Το Wolf-Hirschhorn προκαλείται από διαγραφή του βραχέος σκέλους του χρωμοσώματος 4. Χαρακτηρίζεται από μια χαρακτηριστική εμφάνιση του προσώπου (Κράνος Έλληνα πολεμιστή), αναπτυξιακή καθυστέρηση, νοητική αναπηρία και επιληπτικές κρίσεις. Οι περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι κληρονομικές (de novo).

Τι είναι το σύνδρομο Jacobsen;

 Το Jacobsen προκαλείται από διαγραφή στο μακρύ βραχίονα του χρωμοσώματος 11. Χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακή καθυστέρηση, διακριτικό προσωπείο, αιμορραγικές διαταραχές και ορισμένες διαταραχές της συμπεριφοράς. Οι περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι κληρονομικές (de novo).

Τι είναι το σύνδρομο Langer-Giedion;

Το σύνδρομο Langer-Giedion προκαλείται από διαγραφή στο μακρύ βραχίονα του χρωμοσώματος 8. Χαρακτηρίζεται από καλοήθεις όγκους των οστών (εξωστώσεις), κοντό ανάστημα και διακριτικά χαρακτηριστικά του προσώπου. Οι περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι κληρονομικές (de novo).